Τον κισσομάλλη τον
πολύκροτο Διόνυσο αρχίζω να εξυμνώ
Του Δία και της ένδοξης
Σεμέλης τον ωραίο γιο,
Σεμέλης τον ωραίο γιο,
Που οι καλλίκομες τον
αναθρέψαν νύμφες
αναθρέψαν νύμφες
Όταν απ’ τον άνακτα
πατέρα τον δέχτηκαν στους κόλπους τους
πατέρα τον δέχτηκαν στους κόλπους τους
Και πρόθυμα τον φρόντισαν
στης Νύσσης τα φαράγγια
στης Νύσσης τα φαράγγια
Και με το θέλημα του
Δία μεγάλωνε σε άντρο ευωδιαστό
Δία μεγάλωνε σε άντρο ευωδιαστό
Συναριθμούμενος με τους
αθάνατους.
αθάνατους.
Όταν, λοιπόν, αυτόν
τον πολυύμνητον ανάθρεψαν οι θεές,
τον πολυύμνητον ανάθρεψαν οι θεές,
Τότε πια σε χαράδρες
δασοσκέπαστες πλανιότανε
δασοσκέπαστες πλανιότανε
Με κισσό και με δάφνη
τυλιγμένος.
τυλιγμένος.
Οι νύμφες ακολούθαγαν
κι αυτός τις οδηγούσες.
κι αυτός τις οδηγούσες.
Και το δάσος το αχανές
πλημμύριζε χλαλοή.
πλημμύριζε χλαλοή.
Έτσι, λοιπόν, χαίρε
κι εσύ ω πολυστάφυλε Διόνυσε!
κι εσύ ω πολυστάφυλε Διόνυσε!
Και μεις, δώσε χαρούμενοι
να φτάσουμε ξανά σ’ αυτή την εποχή
να φτάσουμε ξανά σ’ αυτή την εποχή
Κι από την εποχή αυτή,
σε πολλά χρόνια.
σε πολλά χρόνια.
(Ορφικοί Ύμνοι, Στον Διόνυσο, μτφ.: Δ. Π. Παπαδίτσας – Ε. Λαδιά)
loading...