Ἔχω μάθει ὅταν ἰσχυρίζομαι κάτι νὰ μπορῶ νὰ τὸ ἀποδείξω καὶ νὰ τὸ τεκμηριώσω.
Σήμερα λοιπὸν ἀπεφάσισα νὰ σας παρουσιάσω τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου, ποὺ οὐσιαστικῶς καταρρίπτουν τὸν μῦθο περὶ μονοφθαλμίας τοῦ Κύκλωπος Πολυφήμου.
Κατ’ ἀρχὰς ὁ Κύκλωψ εἶναι αὐτὸς ποὺ διαθέτει κύκλο+ὀπὴ ἢ ποὺ κυκλικῶς ὀρᾶ (ἐποπτεύει). Δῆλα δή, αὐτὸς ποὺ ἢ διαθέτει ὀφθαλμοὺς κυκλικούς, (πόσοι ἄρα γέ ἀπό ἐμᾶς διαθέτουν κυκλικούς ὀφθαλμούς;) στρογγυλούς ἢ αὐτὸς ποὺ μπορῇ καὶ κυκλικῶς βλέπει. Δῆλα δή, σὲ καμμίαν περίπτωσιν τὸ ὄνομά του δὲν δηλώνει μονοφθαλμία!
Ἀπό ποῦ μᾶς προέκυψε αὐτή ἡ ἐκδοχή;
Χάνεται κάπου στὰ βάθη τῶν …συμφορῶν καὶ τῶν καταστροφῶν τῆς Ἑλληνικῆς γραμματείας. Κάποιος, κάπου, κάποτε τὸ ἔγραψε κι ἀπὸ τότε, ἀντὶ νὰ ἀνατρέχουμε στὸν Ὅμηρο, παπαγαλίζουμε αὐτὴν τὴν βλακεία.
Κι ἐρωτῶ, ὁ Ὅμηρος τί λέει; Γιατί νά παρουσιάζουμε ἕνα κάρο ἑρμηνεῖες, ὑποθέσεις, ἐκτιμήσεις καί νά μήν ἀνατρέχουμε στόν ἴδιον τόν Ὅμηρο;
Ὁ παπποῦς Ὅμηρος εἶχε μίαν πολὺ σοβαρὴ «παραξενιά»! Ἢταν ἀπίστευτα σχολαστικὸς καὶ λεπτομερὴς στὶς περιγραφές του! Τόσο ποὺ μᾶς «ἀναγκάζει» νὰ ζήσουμε κάθε του περιγραφή, σὰν νὰ ἤμασταν παρόντες.
Εἶναι λοιπόν ποτέ δυνατόν νά ἔχῃ γράψῃ γιά κάποιον μονόφθαλμο καί νά μήν στέκεται στό γεγονός τῆς μονοφθαλμίας πρό κειμένου νά τόν περιγράψῃ μέ κάθε λεπτομέρεια;
Μήπως τελικῶς ὅλοι ἦταν μονόφθαλμοι ἐκείνην τήν ἐποχή καί κατ’ ἐπέκτασιν δέν τοῦ ἔκανε ἐντύπωσιν ἢ μήπως δέν ἀσχολήθηκε μέ κάτι ….ἀνύπαρκτον;
Πρὶν σᾶς παρουσιάσω τὰ ἀποσπάσματα τοῦ Ὁμήρου ποὺ ἀποσαφηνίζουν αὐτὲς τὶς «περίεργες» παρακάμψεις τῶν «ἐπιστημόνων» ποὺ τὸν «μετέφρασαν», θὰ σᾶς προτείνω ἀνεπιφύλακτα νὰ μελετήσετε Ὅμηρο. Ὄχι ὅμως ἀπὸ κάποιο κείμενον κάποιου «μεταφραστοῦ» ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πρωτότυπον!
Διότι ἔχουμε ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ἀναγνώσουμε κἂν τὰ ὅσα μᾶς μεταφέρει ἡ Ἑλληνικὴ γραμματεία! Ἀμόρφωτοι, ἀπαίδευτοι, τεμπέληδες! Ναί, τεμπέληδες! (Μὴν παρεξηγηθῇ κάποιος! Ξέρετε πὼς γράφω ἀλήθειες! Κι ἂς πονοῦν!)
Ἂντὶ νὰ πιάσουμε λοιπὸν μόνοι μας νὰ ΔΙΑΒΑΣΟΥΜΕ ἀρκούμαστε στὰ ὅσα ἄλλοι κάνουν γιὰ ἐμάς! Καὶ θεωροῦμε, (ἄκου θεωροῦμε!!!) τὶς «μεταφράσεις τους» ὥς θέσφατα!
Μετάφρασιν δὲν χρειάζεται ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα μας! Μελέτη κι ἀνάγνωσιν χρειάζεται! Μεταφράσεις χρειάζονται οἱ λοβοτομημένοι καὶ οἱ τεμπέληδες!!! Καθῶς κι ἐρμηνεῖες!!! Καθῶς καὶ ….ἀποκωδικοποιήσεις!
Καθαρὸ μυαλὸ χρειαζόμαστε Ἕλληνες καὶ ΔΟΥΛΕΙΑ!!! ΜΟΝΟΝ!!!
Νὰ κάτσουμε λοιπὸν νὰ σκεφθοῦμε ὅλοι μας τὸ γιατὶ μᾶς ἔχουν ἀποκρύψει τόσο οὐσιώδεις πληροφορίες. Νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιατὶ μᾶς ἀφήνουν στὶς «μεταφράσεις» καὶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν (ναί, δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν διότι μᾶς ἔχουν λοβοτομήσει καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἀναγνώσουμε τὴν ἴδια μας τὴν γλώσσα!!!) νά κάνουμε μίαν ἀπλῆν ἀνάγνωσιν! Μίαν ἀνάγνωσιν βρὲ παιδιά! Μόνον!
Ἔχει καταντήσει πολυτέλεια πλέον νὰ μποροῦμε νὰ διαβάσουμε τοὺς κλασσικούς μας. Κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ζητούμενον. Νὰ τὸ ἀλλάξουμε! Νὰ γίνουμε ἐμεῖς αὐτοὶ ποὺ θὰ στρωθοῦν κάτω καὶ θὰ ἀναζητήσουν τὶς ἀλήθειες ποὺ τόσο ἐπιμελῶς μᾶς κρύβουν!
Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θέλουμε πίσω τὴν Πατρίδα μας καὶ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ πάντα ὥς ἡμιμαθεῖς. Ἢ θὰ γίνουμε ΟΛΟΙ Ἕλληνες ἢ θὰ πᾶμε στὸν ἀγύριστον νὰ ἡσυχάσουμε κι ἐμεῖς κι ὁ πλανήτης.
Ἡ μονοφθαλμία λοιπόν τοῦ Κύκλωπος εἶναι τόσο σοβαρόν θέμα γιά νά καταπιαστῇ κάποιος; Δέν ὑπάρχουν σοβαρότερα;
Σαφῶς καὶ ὑπάρχουν! Πάντα ὑπάρχουν! Ἀλλὰ λέγοντας διαρκῶς ΝΑΙ, σκύβοντας καθημερινῶς καὶ χαμηλότερα τὴν κεφαλή, δεχόμενοι ὅλο καὶ περισσότερες παραπληροφορίες ἀδιαμαρτύρητα, ξυπνᾶμε μίαν ὠραίαν ἡμέρα καὶ διαπιστώνουμε πὼς στὴν παραλία τῆς Σμύρνης τελικῶς ἔγινε συνωστισμός! Ἢ πὼς ὁ Διᾶκος ἐρωτεύτηκε τὴν Διάκαινα καὶ τὴν κοπάνησε μαζύ της, ψήνοντας καὶ τρώγοντας ἀρνιά! Ἢ πὼς ὁ Ὅμηρος δὲν ἦταν ἕνας καὶ δὲν ἦταν Ἕλλην, ἀλλὰ λεγόταν Ὁμέρ καὶ ἦταν ἀπὸ τὰ βόρεια τῆς Κίνας, τὴν γνωστή μας Μογγολία!
Παραθέτω τὸ κείμενον ἀπὸ τὴν σελίδα καὶ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ Κώστα Δούκα ἀπ’ εὐθείας. Γραμμὴ γραμμή! Τὴν θεωρῶ μίαν ἀπὸ τὶς ἐντιμότερες καὶ καθαρότερες ἀποδόσεις, διότι πορεύεται βῆμα τὸ βῆμα, παραμένοντας στὰ τῆς γλώσσης κληροδοτήματα. Ἀξιολογότατον πόνημα.
(Ἡ ἄλλη ἐκδοχὴ εἶναι νὰ πιάσουμε μόνοι μας τὸν Ὅμηρο. Τὸ εἴπαμε! Ἀλλὰ αὐτὸ θέλει ὑποδομὴ καὶ ἡ ὑποδομὴ κερδίζεται, δὲν χαρίζεται!)
Κυκλώπων δ᾽ ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν ἐγγὺς ἐόντων,
Στῶν Κυκλώπων τὴν γῆν ἐφθάσαμεν καθὼςἐγγὺς εἴμαστε,
στὸν καπνὸν αὐτῶν καὶ τὴνφθογγὴ προβάτων καὶ αἰγῶν.
Ὅμως ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ σκότος ἐπῆλθε,
καὶ τότε κοιμηθήκαμε στὸ ῥῆγμα τῆς θαλάσσης
Ὅμως ἡ πρωϊγενὴς φάνη ῥοδοδάκτυλη αὐγή,
καὶ τότε ἐγὼ ἀγορὰ συγκάλεσα καὶ σὲ ὅλους εἶπα:
«Ἄλλοι ἐδῶ νὰ μείνετε, ἀγαπητοὶ ἑταῖροι,
ἐγὼ πάλι μὲ τὴν νῆα μου καὶ τοὺς ἑταίρους μου
θὰ πάω αὐτοὺς τοὺς ἄνδρες νὰ δοκιμάσω, ποιοὶ εἶναι
μήπως ὑβριστὲς καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι
ἢ φιλόξενοι, καὶ ἄν ὁ νοῦς τους εἶναι θεοσεβής».
Ἔτσι ὥς εἶπα στὴν νῆα ἀνέβηκα, ἐκέλευσα καὶ τοὺς ἑταίρους
ν’ ἀνεβοῦν κι αὐτοὶ καὶ τὰ πρυμνήσια νὰ λύσουν.
Αὐτοὶ στὸ ἆψε ἀνέβηκαν καὶ στὰ κουπιὰ κάθισαν,
κι ἐφ’ ἐξῆς καθεζόμενοι τὴν σταχτιὰ θάλασσαν ἔτυπταν μὲ τὰ κουπιά.
Ἀλλὰ ὅταν σὲ χῶρο ἀφικόμεθαποὺἐγγὺς ἦταν
τότε στὴν ἐσχατιὰ σπήλαιον εἴδαμε, κοντὰ στὴν θάλασσαν,
ὑψηλό, μὲ δάφνες κατάσπαρτον. Ἐκεῖ πολλὰ
ποίμνια, πρόβατα καὶ αἶγες κοιμόντουσαν. Γύρω αὐλὴ
ὑψηλή εἶχε δομηθῇ μὲ καταχωμένους λίθους
μὲ μακριὰ παῦκα καὶ δρῦς ὑψικόρυφες.
Ἐκεῖ ἄνδρας ἀναπαυόταν πελώριος, ποὺ τὰ πρόβατα
μόνος ποίμαινε χωριστά. Οὐδὲ μὲ τοὺς ἄλλους
σύχναζεν, ἀλλὰ μακριὰ ἦταν καὶ τὰ ἄνομα ἤξερε.
Καὶ ἦταν ἀλήθεια ἕνα θαῦμα πελώριον, οὔτε ἔμοιαζε
μὲ ἄνδρα σιτοφάγο, ἀλλὰ μὲ κορυφὴ δασώδη
ὑψηλῶν ὀρέων, ποὺ φαίνεται μόνη ἀπὸ τὶς ἄλλες. (6)
Κάθεται λοιπὸν ὁ παπποῦς Ὅμηρος καὶ περιγράφει μὲ τόσες λεπτομέρειες τὸν Πολύφημο ἀλλὰ τοῦ διαφεύγει νὰ γράψῃ κάτι γιὰ τὴν μονοφθαλμία του!
Εἴμαστε σοβαροί;
Προσέξτε καὶ παρακάτω πόσο ἀναλυτικὸς εἶναι, ἀλλὰ ὁ «ἄτιμος» δὲν «καταδέχεται» νὰ ἀναφερθῇ σὲ κάτι τέτοιον! Μήπως τελικῶς μᾶς δουλεύουν;
δὲν (τόν) εὔρομεν, ἀλλ’ ἔβοσκε σὲ νομὴ παχειὰ πρόβατα
Ἐλθόντες στὸ ἄντρο κυττάζαμε τὸ κάθε τι.
τυρόβολα ἀπὸ τυριὰ ἔβριθαν, στένευαν καὶ οἱ μάντρες
ἀπὸ ἀρνιὰ κι ἐρίφια, διακεκριμένα τὸ κάθε ἕνα
ἦσαν μαντρωμένα, χωριστὰ τὰ πρωτογέννητα, χωριστὰ τὰ μεσαῖα
χωριστὰ πάλι τὰ ὄψιμα. Κι ἦταν γεμᾶτα τυρόγαλα τ’ ἀγγεῖα πάντα,
γαβάθες καὶ σκαφίδια, καλόφτιαχτα, ὅπου ἄρμεγε.
Τότ’ ἐμὲ πρώτιστα οἱ ἑταῖροι παρεκάλεσαν λέγοντας
τυριὰ παίρνοντας νὰ γυρίσωμε πίσω, καὶ πάλιν ἔπειτα
ἁρπαχτὰ στὴν ταχειὰ νῆα ἐρίφια καὶ ἀρνιὰ
ἀπὸ τὰ μαντριὰ ἐλαύνοντας νὰ ἐπιπλεύσωμε στὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ
ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἄκουσα -καὶ πολὺ ἐπικερδὲς θὰ ἦταν-
γιὰ νὰ ἰδῶ κι αὐτὸν, μήπως δῶρα ξένια μοῦ δώσῃ.
δὲν ἔμελλεν ὅμως στοὺς ἑταίρους φανεὶς ἀρεστὸς νὰ εἶναι.
Ἐκεὶ πῦρ καύσαντες θυσιάσαμε καὶ οἱ ἴδιοι
τυριὰ παίρνοντας φάγαμε, καὶ μείναμε ἔνδον
καθήμενοι ὥς ποὺ ἦλθε ἀπὸ τὴν νομή. Βαρειὰ σὰν ἀχθοφόρος
ἔφερε ξύλα ξερά, γιὰ τὸ δεῖπνο του.
Ἐντὸς τοῦ ἄντρου πετῶντας τα ὀρυμαγδὸ σήκωσε
κι ἐμεῖς ἀπὸ δέος σπεύσαμε στὸ μυχὸ τοῦ ἄντρου
Αὐτὸς πάλι στὸ εὐρὺ σπήλαιον εἰσήλαε παχειὰ πρόβατα
ὅλα ὅσα ἄρμεγε, καὶ τὰ ἀρσενικὰ κατέλιπε πρὸς τὴν θύραν,
ἀρνιὰ καὶ τράγους, ἔξω στὴν βαθειὰν αὐλήν.
Ἔπειτα πάλιν ἐπέθεσε θυρόπετρα μεγάλη ὑψηλὰ σηκώνοντας,
βαρειὰν αὐτὴν οὔτε εἰκοσιδύο ἅμαξες
δυνατὲς τετράκυκλες ἀπὸ τὴν ὁδὸ θὰ μποροῦσαν νὰ κουνήσουν!
τόση ἀπόκρημνη πέτρα ἐπέθεσε στὴν θύρα.
Καὶ καθιστὸς ἄρμεγε πρόβατα καὶ μυκώμενες αἶγες,
τὰ πάντα κατὰ τὸ πρέπον, καὶ τὸ ἔμβρυον ἔβαλε κάτω ἀπὸ ἑκάστην
Ἀμέσως τὸ ἥμισυ πήζοντας τοῦ λευκοῦ γάλακτος
σὲ πλεκτὰ τελάρα μαζεύοντας ἔβαλε
καὶ τὸ ἥμισυ πάλιν ἔθεσε σὲ ἀγγεῖα, γιὰ νὰ τὸ ἔχῃ
νὰ πίνῃ παίρνοντας καὶ προσδόρπιο νὰ τοῦ εἶναι.
Ἔπειτ’ ἀφοῦ ἔσπευσε νὰ κάμῃ αὐτὰ τὰ ἔργα,
τότε πῦρ καίγοντας μᾶς εἶδε καὶ μᾶς ἐρώτησε.
«Ξένοι, ποιοί εἶστε; Ἀπό ποῦ πλέετε στούς ὑγρούς δρόμους;
Μήπως γιά καμιά πρᾶξιν ἢ ἄσκοπα γυρίζετε
ὅπως οἱ ληστές στήν θάλασσα, πού περιπλανῶνται
τίς ψυχές τους ξεγράφοντας, κακὸ σ’ ἀλλοδαπούς φέροντες;»
Ἔτσι εἶπε, καὶ σὲ ἐμᾶς πάλιν ἔσπασε τὸ φιλοκάρδι
ἀπὸ δέος στὴν βαρειὰ φθογγή του κι ἀπ‘ αὐτὸν τὸν πελώριον.
Γιατὶ κοντὰ στοῦ Κύκλωπος τὴν μάντρα ἔκειτο μέγα ῥόπαλο,
χλωρό, ἀπὸ ἐλιά. Τὸ εἶχεν ἐκτάμει, γιὰ νὰ τὸ φέρῃ
σὰν ξεραθῇ. Ἐμεῖς τὸ νομίζαμεν εἰσορῶντας το
ὅσον ὁ ἱστὸς νηὸς εἰκοσάκωπης μελανῆς
φορτηγίδος, εὐρείας, ποὺ διαπερνᾶ τὰ μεγάλα βάθη.
τόσον ἦταν τὸ μῆκος, τόσο τὸ πάχος εἰσορῶντας το.
Τοῦ ἀπέκοψα ὅσο μία ὀργιὰ πλησιάζοντας,
καὶ τὸ ἔδωσα στοὺς ἑταίρους, νὰ τὸ ἀποξύσουν κελεύοντας.
ἐκεῖνιο τὸ ὁμαλοποίησαν κι ἐγὼ πῆγα καὶ τοῦ ἔκανα
ἄκρη, καὶ ἀμέσως πιάνοντας πυράκτωσα σὲ πῦρ καυτερό.
Μετὰ τὸκαλόθεσα κατακρύβοντας στὴν κοπριὰ
ποὺ στὸ σπήλαιον ἦταν χυμένη πάρα πολλή.
Ἔπειτα τοὺς ἄλλους νὰ βάλουν κλῆρο πρόσταξα,
ποιὸς θὰ τολμοῦσε μαζὺ μὲ ἐμένα τὸν μοχλὸ σηκώνοντας
νὰ τρίψῃ στον ὀφθαλμό του, ὅταν ὁ γλυκὸς ὕπνος τοῦ ἔλθῃ.
Διότι ὁ παπποῦς Ὅμηρος περιγράφει τὰ πάντα! Τὸ μόνον στὸ ὁποῖον δὲν στέκεται εἶναι ἡ βλακεία ποὺ ἀναμασοῦμε ἐδῶ καὶ αἰῶνες. Κι ἐπεὶ δὴ ἐγὼ μόνον τὸν Ὅμηρο παραδέχομαι ὥς Ὅμηρο, κι ὄχι κάποιον ὁποιονδήποτε ἄλλον, στὸν Ὅμηρον δὲν διεπίστωσα κάτι τέτοιο!
Τὸ ἐπόμενον ἐπιμαχον ἀπόσπασμα ἀφορᾷ στὴν τύφλωσιν τοῦ Κύκλωπος. Γιὰ νὰ δοῦμε, λέει κάτι γιά τό «μοναδικόν» μάτι ἢ δέν λέει;
Εἶπε κι ἀνακλινθεὶς ἔπεσεν ὕπτιος, ἔπειτα πάλιν
ἔγειρε πλαγιαστὰ τὸν παχὺν αὐχένα, καὶ ὕπνος
τὸν ἔπιασε ποὺ τὰ πάντα δαμάζει. Κι ἀπὸ τὸν φάρυγγά ἔβγαινεν οἶνος
καὶ κομμάτια ἀνθρωπίνου κρέατος καὶ ῥευόταν οἰνοβαρεμένος.
Τότε ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ τὴν πολλὴ στάχτην ἔθεσα,
ἕως νὰ θερμανθῇ καὶ μὲ ἔπη πάντας τοὺς ἑταίρους
θάρρυνα, μήπως φοβηθῇ κανείς καὶ φύγῃ.
Ἀλλὰ ὅταν ταχειὰ ὁ ἐλάϊνος μοχλὸς στὴν πυρὰν ἔμελλε
ν’ ἀνάψῃ, κι ἂς ἦταν χλωρός, καὶ διαφαινόταν τρομερά,
τότ’ ἐγὼ πιὸ πέρα ἔφερα ἐκ τοῦ πυρός, καὶ γύρω οἱ ἑταῖροι
ἵσταντο. Τότε θάρρος μέγα μοῦ ἐνέπνευσε κάποιος θεός.
Ἐκεῖνοι τὸν ‘λάϊνο μοχλὸ πιάνοντας, ὀξὺ στὴν ἄκρη
στὸν ὀφθαλμὸν ἔμπηξαν. Κι ἐγὼ ἀπὸ ‘πάνω στηριζόμενος
περιδινοῦσα, ὅπως ὅταν τρυπᾶ ξύλο καραβίσιο κάποιος ἄνδρας
μὲ τρυπάνι, καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ κάτω γύριζαν τὸν ἱμάντα
κρατῶντας ἑκατέρωθεν, κι ἐκεῖνο τρέχει σταθερὰ διαρκῶς.
Ἔτσι ἐκείνου στὸν ὀφθαλμὸ τὸν πυρόκαυστο μοχλὸ κρατῶντας
περιδινούσαμε, κι αὐτὸν αἷμα περιέρρεε θερμὸς καθὼς ἦταν.
Κι ὅλα τὰ βλέφαρα γύρω καὶ τὰ φρύδια τσουρούφλιζεν ὁ ἀτμός
Ὅπως ὅταν ὁ χαλκουργὸς μεγάλο πέλεκυ ἢ σκεπάρνι
σὲ ψυχρὸν ὕδωρ βαπτίζῃ καὶ δυνατὰ συρίζει
γιὰ νὰ σκληρύνῃ. Γιατὶ τοῦτο εἶναι ἡ δύναμι τοῦ σιδήρου.
Ἔτσι σύριξεν ὁ ὀφθαλμός του γύρω ἀπὸ τὸν ‘λάϊνο μοχλό.
Τρομεὰ οἴμωξε, κι ἀντήχησε γύρω ἡ πέτρα,
κι ἐμεῖς ἀπὸ δέος ἀποσυρθήκαμε. Ἐκεῖνος πάλι τὸν μοχλό
ξέσυρεν ἀπὸ τὸν ὀφθαμόν, αἱμόφυρτον πολύ.
Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως καὶ τὰ σχόλια τοῦ Δούκα, ποὺ παρατίθενται στὸ τμῆμα τῶν σημειώσεων. (σελίδα 695)
Σὲ αὐτὴν τὴν ἀπεικόνισιν ἐγὼ διακρίνω ἕναν θεόρατο ἄντρα ποὺ, βάσει σχεδιασμοῦ πάντα, δὲν φαίνεται γιὰ μονόφθαλμος! Πόθεν λοιπόν ἡ μονοφθαλμία;
|
6. Παρέχεται ἡ εὐκαιρία στὸν ποιητὴ περιγράφοντας τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι τοῦ Κύκλωπος, νὰ ἐπισημάνῃ τὸ ὅλως ἀξιοπερίεργο καὶ ἐντυπωσιακό, ὅτι ὁ ἄγριος γίγας ἦταν μονόφθαλμος. Δὲν τὸ πράττει, οὔτε ἐδῶ οὔτε σὲ ὁποιδήποτε ἄλλη περικοπὴ τοῦ ἔπους. Ὁ λόγος κατὰ τὸν Σχολιαστὴ εὐνόητος. Ὁ Κύκλωψ δὲν ἦταν μονόφθαλμος! Ἡ μονοφθαλμία εἶναι ἐπινόημα τῆς φαντασίας τῶν μεταγενεστέρων ποιητῶν, οἱ ὁποῖοι τερατολόγησαν γιὰ λόγους ἐντυπωσιασμοῦ. Κύκλωψ εἶναι ὁ κυκλοτερῶς ὁρῶν, ἢτοι ὁ πανάρχαιος κτηνοτρόφος, ὁ ὁποῖος κυκλοτερῶς ὥριζε τὴν γῆ τῆς κυριαρχίας καὶ τῆς ἰδιοκτησίας του.
7. Ἀπὸ τὸν στίχο αὐτόν (Ὀδ. ι. 389) προκύπτει σαφῶς ὅτι ὁ Κύκλωψ εἶχε δύο μάτια, ἀφοῦ ἀναφέρονται «βλέφαρα» καὶ «φρύδια» καὶ ὄχι «βλέφαρο» καὶ «φρύδι» ἂν ὁ γίγας εἶχε ἕνα μάτι. Οἱ μετέπειτα τερατολογοῦντες ποιητὲς ἀπεφάσισαν τὸν Κύκλωπα μονόφθαλμο. Ἄλλωστε μὲ τέτοια κακοποίησι τοῦ ὀφθαλμοῦ, ποὺ συμπληρώνεται καὶ στὸν ἐπόμενον στίχο, ὁ Κύκλωψ θὰ τυφλώθηκε ἐντελῶς λόγῳ μεγάλου ἐρεθισμοῦ. Ἐξυπακούεται ὅτι κάτω ἀπὸ τὶς περιστάσεις αὐτές, ὁ Ὀδυσσεύς καὶ οἱ σύντροφοί του, μὲ τὸν Κύκλωπα ὀδυρόμενο ἐκ τοῦ πόνου, δὲν θὰ εἶχαν τὴν εὐκαιρία ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν ἀπαίτησι νὰ σταθῇ ὁ Κύκλωπας γιὰ νὰ τοῦ βγάλουν καὶ τὸ ἄλλο μάτι.
Δὲν συνηθίζω νὰ ἔχω γνώμη ἀλλὰ γνώσιν. Ὅταν δὲν ξέρω δὲν μιλῶ! Ὅταν ὅμως ξέρω κι ἔχω γνώσιν, τότε αὐτομάτως ἀκυρώνονται ἐμπρός μου ὅλοι αὐτοὶ ποὺ διαδίδουν φῆμες!!! (Ὅπως γιὰ παράδειγμα κάτι ἀπαίδευτοι κι ἀμόρφωτοι καὶ τεμπέληδες καὶ λοβοτομημένοι καὶ ἀσυνείδητοι καὶ ἀνεύθυνοι δάσκαλοι!!!)
Ἂς ἔλθῃ κάποιος δάσκαλος ποὺ ἀμφισβητεῖ, διότι ὥς σύνηθως ἀγνοεῖ, νὰ μᾶς μιλήσῃ τώρα γιὰ εἰδικούς, ἐπιστήμονες καὶ ἐγκεκριμένα κείμενα τοῦ ὑπουργείου. Ὁ Ὅμηρος τί λέει; Αὐτὸν ἀκολουθοῦμε! Μόνον! Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀκυρώνονται ἐφ’ ὅσον δὲν παραμένουν στὰ ὅσα ὁ Ὅμηρος γράφει! Σκέτο!
Ἀλλά κι ἔτσι νά εἶναι, νὰ πάρουμε τοὺς ἐπισήμως ἀποδεκτοὺς ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον ἀ-παιδείας. Γράφει ἀκόμη κι ὁ Καζαντζάκης κάτι γιά τήν μονοφθαλμία; Καί ποῦ; (Στὸ τέλος τοῦ κειμένου παραθέτω τὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ τοῦ Καζαντζάκη, τὴν ὁποίαν μπορεῖτε νὰ βρεῖτε ἐδῶ.)
Ὥς συμπλήρωμα στὰ παραπάνω. Τὴν περίοδον ποὺ ξεκίνησα νὰ μελετῶ Ὅμηρο, ὄχι ἀπὸ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ Δούκα, ἀλλὰ ἀπο τοῦ Καζαντζάκη τὴν μετάφρασιν κι ἐγώ, ἔπαθα στὸ ἕνα ΜΟΝΟΝ μάτι (ἀρχικῶς) μίαν ἐπιπεφυκίτιδα ἀρκετὰ σοβαρή. Ἀλλὰ στραβώθηκα κι ἀπὸ τὰ δύο. Τὸ μὲν ἀσθενὲς δὲν ἄνοιγε διόλου, τὸ δὲ ὑγιές ἄνοιγε μετὰ μεγάλης δυσκολίας καὶ μὲ πάρα πολλὰ δάκρυα καὶ πόνο!!!
Πῆγα σὲ ὀφθαλμίατρο καὶ μοῦ ἐξήγησε πὼς ἦταν φυσικότατον κάτι τέτοιο διότι τὸ ἕνα νεῦρον ἐπηρέαζε ἄμεσα τὸ ἄλλο. (Δὲν εἶμαι ἰατρός, τὸ ἔχουμε ξαναπεῖ! Ἀλλὰ δὲν μοῦ εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβω τοὺς λόγους!)
Τότε μοῦ μπῆκε ἀρχικῶς ἡ ἰδέα περὶ τῆς μουσαντένιας μονοφθαλμίας τοῦ Κύκλωπος Πολυφήμου! Ἔψαξα στὸν Καζαντζάκη νὰ βρῶ κάτι γιὰ μονοφθαλμίες, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερα. Καὶ μετὰ ἔπεσα ἐπάνω στὸν Δούκα!
Ὁ Ὅμηρος ἀπὸ τὴν ἄλλην μεριὰ γνωρίζει ΑΡΙΣΤΩΣ ἰατρική, ἀνατομία καὶ φυσιολογία! Αὐτὸ μπορῶ νὰ σᾶς τὸ διαβεβαιώσω. Μόνον οἱ περιγραφὲς ποὺ δίδει γιὰ τὶς μάχες στὴν Ἰλιάδα εἶναι ἀνατριχιαστικές! Εἶναι κυριολεκτικῶς τόσο παραστατικές, ποὺ ὁ ἀναγνώστης αἰσθάνεται πὼς σχεδὸν …παρίσταται ὁ ἴδιος!
Λέτε λοιπόν ὁ παπποῦς Ὅμηρος νά ἦταν ἠλίθιος; Νά περιέγραφε λεπτομερῶς ἐπιλεκτικά; Νά παρέκαμπτε κάτι τόσο οὐσιῶδες;
Γιατί κανένας δέν τό ἔχει λάβει ὑπ’ ὄψιν του; Μήπως διότι διαβάζουν ὅλοι ἀλλά δέν καταλαβαίνουν τί διαβάζουν;
Σίγουρα εἶναι δύσκολο νὰ ἀπαιτήσω ἀπὸ κάποιον φιλόλογο νὰ ἔχῃ γνώσεις ἰατρικῆς. Παράλογον! Ἀλλά τί στά κομμάτια; Οὔτε τῆς δικῆς του ἐπιστήμης τίς βασικές γνώσεις δέν διαθέτει; Μόνον νά παπαγαλίζῃ ξέρει; Τί διαβάζει; Διαβάζει ἢ νομίζει πώς διαβάζει;
Ξέρετε κάτι φίλοι μου;
Ναί, δὲν εἶναι τὸ σημαντικότερον ἡ μονοφθαλμία τοῦ Κύκλωπος. Ἄλλα εἶναι τὰ σημαντικότερα. Ἀλλὰ ἔχω ἀποφασίσει νὰ ἀποσαθρώσω κάθε κομμάτι αὐτοῦ τοῦ πλαστοῦ οἰκοδομήματος, ποὺ καταχρηστικῶς ἔλαβε τὸν τίτλο «παιδεία». Εἶναι τὸ χειρότερον μέσον χειραγωγήσεώς μας. Εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπάτη!
Κι ἐὰν ἀκόμη δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε στὸ ὅλον τὴν καταστροφὴ ποὺ ἔχουν ἐπιφέρει κάποιοι ἐπιτήδειοι, σίγουρα κομμάτια της διακρίνουμε ὁπουδήποτε.
Φιλονόη.
Υ.Γ. Ὅπως βλέπετε παρέθεσα ἀρκετὰ μεγαλύτερα τμήματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀφοροῦν στὰ ἐπίμαχα σημεῖα περὶ ΜΗ ΜΟΝΟΦΘΑΛΜΙΑΣ τοῦ Κύκλωπος.
Θὰ ἦταν ὅμως ἄδικο γιὰ τὸν ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ Νίκο Καζαντζάκη νὰ μὴν ἀντιπαραβάλλω τὸ ἀντίστοιχον κείμενόν του, μὲ τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ποιητικῶς, κι ὄχι κυριολεκτικῶς (δῆλα δή, δὲν ἀποδίδει κατὰ λέξιν) τὰ ὅσα τὸ κείμενον ἀναφέρει. Ὄχι διότι δὲν λαμβάνουμε τὰ αὐτὰ νοήματα περὶ μονοφθαλμίας, ἀλλὰ διότι ἁπλούστατα ΟΥΔΕΙΣ δύναται νὰ τὰ παρατηρήσῃ!! (Τόση ἡ λοβοτομή; Τόση κι ἄλλη τόση κι ἄλλη τόση….)
κι απ᾿ τα κοπάδια τα βελάσματα και τις φωνές των ίδιων.
Και σύντας ο ήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
σε ύπνο απογείραμε, στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω.
όλους σε σύναξη τους κάλεσα κι αναμεσό τους είπα:
,, Οι άλλοι σας τώρα εδώ να μείνετε, πιστοί μου εσείς συντρόφοι,
κι ατός μου εγώ με το καράβι μου και με τους σύντροφούς μου
θα πάω να μάθω, εδώ ποιοι κάθουνται, σαν τι λογής ανθρώποι.
για έχουν ψυχή θεοφοβούμενη και συμπαθούν τον ξένο;»
Είπα, και στο άρμενο ανεβαίνοντας προστάζω τους συντρόφους,
μόλις ανέβουν στο πλεούμενο, να λύσουν τις πρυμάτσες.
Μπήκαν κι εκείνοι δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
Και σύντας πια κει πέρα φτάσαμε — μακριά μαθές δεν ήταν —
στην άκραν άκρα, πλάι στη θάλασσα, θωρούμε ομπρός μας σπήλιο
ψηλό, με δάφνες κατασκέπαστο᾿ πολλά κοπάδια μέσα,
γίδες και πρόβατα, μαντρίζουνταν τη νύχτα᾿ και τρογύρα
κι ακόμα δρυς αψηλοφούντωτοι και τρισμεγάλα πεύκα.
Ένας πελώριος άντρας πλάγιαζε κει μέσα, που τ᾿ αρνιά του
βοσκούσε μοναχός, παράμερα᾿ κι που δ᾿ έσμιγε τους άλλους
ποτέ, μον᾿ πάντα του ασυντρόφιαστος με το κακό στα φρένα
που τρώει ψωμί, μονάχα ακρόκορφο λες κι ήταν δασωμένο
βουνού αψηλού, που στ᾿ άλλα ανάμεσα μονάχο ξεχωρίζει.
και τα ψιμάρνια χώρια᾿ ξέχειλα τ᾿ αγγειά από ορό θωρούσες —
λεβέτια, σκάφες, όλα, που ‘φτιανε, να τα ‘χει και ν᾿ αρμέγει.
Τα παρακάλια τότε οι σύντροφοι κινούσαν, πρώτα απ᾿ όλα
αρνιά από τα μαντριά ν᾿ αρπάξουμε και ρίφια, να τα πάμε
στο πλοίο, κι αμέσως να μακρύνουμε πα στ᾿ αρμυρά πελάγη.
Μα εγώ δεν άκουσα, και θα ‘μαστε πολύ πιο κερδεμένοι᾿
πρώτα να ιδώ τον ίδιον ήθελα κι αν θα μου δώσει δώρα᾿
Ανάψαμε φωτιά και στους θεούς προσφέραμε θυσίες,
μετά κι εμείς να φάμε πήραμε τυρί, και καθισμένοι
τον καρτερούσαμε, ως που γύρισε· στην πλάτη εκουβαλούσε
ξύλα στεγνά, ένα ακέριο φόρτωμα, να τα ‘χει για το δείπνο.
Εμείς στην αγκωνή χωθήκαμε του σπήλιου φοβισμένοι,
κι αυτός στο σπήλιο το πλατύχωρο τα ζωντανά του μπάζει,
όλα όσα θα ‘ρμεγε, όξω αφήνοντας τ᾿ αρσενικά — τους τράγους
και τους κριγιούς — στην αψηλόχτιστην αυλή· μετά ένα βράχο,
που ‘χε να κλειεί του σπήλιου το άνοιγμα, σηκώνει και σφαλίζει, 240
κατάβαρο᾿ και να τον φόρτωνες σε εικοσιδυό καρότσια
γερά και να ‘χουν ρόδες τέσσερεις, δε σάλευε απ᾿ τον τόπο·
τόσο τρανός ο βράχος που ‘βαλε στην πόρτα, για να κλείσει.
Κι ως τις αρνάδες πήρε κι άρμεξε και τις βελάστρες γίδες
Μισό απ᾿ το γάλα το άσπρο βάλθηκε μετά γοργά να πήξει,
κι όπως το μάζωξε, το απίθωσε στα τυροβόλια μέσα᾿
το άλλο μισό σε κάδους το ‘βαλε να το ‘χει για την ώρα
που θα δειπνούσε, με το χέρι του ν᾿ απλώνει και να πίνει.
φωτιά ν᾿ ανάψει, κι ως μας ξέκρινε, τέτοια ρωτώντας είπε:
,, Ξένοι, πούθε έρχεστε αρμενίζοντας στης θάλασσας τις στράτες;
Ποιοί ‘στε; Δουλειά καμιά μην έχετε; Για και γυρνάτε ως λάχει,
σαν τους κουρσάρους, μες στα πέλαγου τριγυρνούν και φέρνουν
Αυτά είπε, κι η καρδιά μας ράγισε· μας έπιασε τρομάρα
τέτοιο βαρύ γρικώντας μούγκρισμα, τέτοιο θεριό θωρώντας·
ωστόσο κι έτσι του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
,, Αργίτες είμαστε· μισεύοντας από την Τροία, μας δείραν
σαν ξεραθεί. Κι εμείς, θωρώντας το μπροστά μας, με κατάρτι
το συνομοιάζαμε γι᾿ απλόχωρο καματερό καράβι,
μαύρο, εικοσάκουπο, τα πέλαγα που σκίζει τα μεγάλα’
τόσο λογιάζαμε το μάκρος του πως είναι και το χόντρος.
και στους συντρόφους το παράδωκα, να μου το ξεφλουδίσουν
κι όπως το ίσιωσαν, πήρα το ‘ξυσα, στην άκρη μύτη να ‘χει,
κι ευτύς, για να σκληρύνει, το ‘χωσα στης στιάς τη φλόγα μέσα,
μετά με τέχνη το συγύρισα στην κοπριγιά από κάτω,
Λαχνό στους άλλους τότε πρόσταξα να ρίξουν, για να ιδούμε,
μαζί μου ποιοί κουράγιο θα ‘παιρναν ν᾿ ασκώσουν το παλούκι
και να το χώσουν μες στο μάτι του, μόλις τον πάρει ο γύπνος.
……….
με το χοντρό του σβέρκο ανάζερβα, και βούλιαξε στον ύπνο
τον παντοδαμαστή᾿ κι ανάβλυζαν κρασί και βούκες σάρκες
ανθρωπινές απ᾿ το λαρύγγι του, και ξέρναε μεθυσμένος.
ως να πυρώσει μόνο, κι έδινα μιλώντας στους συντρόφους
κουράγιο, μήπως απ᾿ το φόβο του κανείς αναγυρίσει.
Σαν ήρθεν η ώρα πια το ελίτικο παλούκι να κορώσει,
χλωρό κι ας ήταν, και κοκκίνιζε σαν κάρβουνο αναμμένο,
στάθηκαν ποιος θεός μας φύσηξε τρανό κουράγιο τότε;
Το σουβλερό στην άκρη πιάνοντας ελίτικο παλούκι
οι άλλοι στο μάτι του το κάρφωσαν κι εγώ, πεσμένος πάνω,
το στρούφιζα, καθώς ο μάστορας τρυπάει με το τρυπάνι
μια εδώ μια εκεί τραβώντας, άπαυτα γυρίζουν το τρυπάνι·
παρόμοια στρέφαμε στο μάτι του βαθιά το πυρωμένο
μπροστά παλούκι, που όπως λάβριζε, πλημμύριζε στο γαίμα’
κι η πυρά απ᾿ το βολβό που καίγουνταν ματόκλαδα και φρύδια
Πως ο χαλκιάς, σκεπάρνι θέλοντας να βάψει για πελέκι,
πυρό σε κρύο νερό το βούτηξε, και τούτο τσιτσιρίζει,
τι αυτό είναι που όλη του τη δύναμη στο σίδερο θα δώσει·
όμοια το μάτι του τσιτσίριζε τρογύρα στο παλούκι.
Κάνουμε πίσω απ᾿ την τρομάρα μας εμείς, κι εκείνος σέρνει
αιματοστάλαχτο απ᾿ το μάτι του το ελίτικο παλούκι
και το πετάει μακριά του, ξέφρενος σαλεύοντας τα χέρια·
Σᾶς παρακαλῶ, σᾶς θερμοπαρακαλῶ, βρέστε μου ἕνα σημεῖον, εἶτε τοῦ Ὁμήρου, εἶτε τοῦ Δούκα εἶτε τοῦ Καζαντζάκη ποὺ νὰ καταγράφῃ μονοφθαλμία! Ἕνα σημεῖον βρὲ παιδιά! Ζητάω πολλά;
Image by Stefan Keller from Pixabay