Ο Θεός Παν είναι «υιός» κατά μία αρκαδική εκδοχή (που διασώζουν οι Ηρόδοτος 2.145, Νόννος 14.67, καθώς και οι Ψευδο-Υγίνος και Σέρβιος) του επίσης «Νομίου» Θεού Ερμού και της «Δρυάδος» νύμφης Πηνελόπης, ή, σε παραλλαγή, του Ερμού και της συνοδού της Θεάς Αρτέμιδος νύμφης Καλλιστούς (σχολιαστής στον Θεόκριτο, 1.3), ή, σε άλλη παραλλαγή, του Ερμού και της νύμφης Θύμβριδος (κατά τον σχολιαστή στον Θεόκριτο), ή, σε άλλη παραλλαγή, του Ερμού και της θυγατέρας του Δρύοπος («Ομηρικός Ύμνος» στον Πάνα), ή, σε άλλη παραλλαγή, του Ερμού και της «Ορειάδος» νύμφης Σώσης (Νόννος 14. 67).
Στην παραλλαγή που διασώζει ο «Ομηρικός Ύμνος», αναφέρεται ότι η μητέρα απαρνήθηκε το νεογέννητο εξαιτίας της τερατομορφίας του και τότε ο πατέρας Ερμής το μετέφερε απελπισμένος στον Όλυμπο μέσα σε προβιά λαγού, όπου έγινε δεκτός με χαρά από όλους τους Θεούς και περισσότερο από τον Διόνυσο, και έλαβε το όνομά του («Παν») λόγω του ότι χαροποίησε τους πάντες:
«ΠΑΝΑ ΔΕ ΜΙΝ ΚΑΛΕΕΣΚΟΝ ΟΤΙ ΦΡΕΝΑ ΠΑΣΙΝ ΕΤΕΡΨΕ» («Και κάθισε πλάι στον Δία και στους άλλους αθανάτους / κι έδειξε το παιδί κι όλοι τους τότε στην ψυχή τους καταχάρηκαν / οι αθάνατοι και προπαντός ο Βάκχειος Διόνυσος / και Πάνα τον ονόμασαν γιατί πάντων τις φρένες έτερψε.», στίχοι 44 – 47).
Κατά μία δεύτερη εκδοχή (που παρέδωσε ο Επιμενίδης) είναι «υιός» του Θεού Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή της Οινηϊδος.
Κατά μία δεύτερη εκδοχή (που παρέδωσε ο Επιμενίδης) είναι «υιός» του Θεού Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή της Οινηϊδος.