Η Δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος “το λιοντάρι της Ρούμελης” υπήρξε μία από τις ηρωικότερες μορφές της Επανάστασης, ευφυής, με ηγετικές ικανότητες, αλλά και παράφορος, στο πρόσωπο του οποίου συνυπήρχαν και η εκρηκτικότητα του πατέρα του αλλά και η πανουργία του προστάτη του Αλή πασά. Το όνομα του σπιλώθηκε και έπεσε θύμα του εμφυλίου. Το ελληνικό κράτος άργησε να αποκαταστήσει τη μνήμη του. Ήταν γιος της Ακριβής Τσαρλαμπά, κόρης του κοτζάμπαση από την Πρέβεζα, και του «λιονταριού της Ρούμελης» του Ανδρέα Βερούση, που ήταν διώκτης των τοπικών αφεντάδων, αλλά και αδελφικός φίλος του Αλή πασά. Ο πατέρας του αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους και έμεινε ορφανός σε ηλικία 7 ετών.

Όταν ο Οδυσσέας έγινε 13 χρόνων, η μάνα του παρουσιάστηκε στον Αλή πασά, τον αδελφικό φίλο του άντρα της. Εκεί, στην αυλή του πασά, μέσα σε ένα περιβάλλον σκληρό, που κυριαρχούσε η ραδιουργία και η καχυποψία, μεγάλωσε ο Οδυσσέας και διαπλάστηκε ο χαρακτήρας του. Έμαθε τα αρβανίτικα και τα ιταλικά, τη γλώσσα των μορφωμένων Ελλήνων της εποχής και βελτίωσε τα ελληνικά του. Εκεί γνώρισε και τη γυναίκα του, την Ελένη, κόρη του προεστού Καρέλη από το ορεινό χωριό της Ηπείρου, τους Καλαρρύτες, η οποία ήταν θαλαμηπόλος της κυρά-Βασιλικής, στο χαρέμι του Αλή πασά.

Η εξυπνάδα της μάνας του την οδήγησε να τον γράψει στο τάγμα των μπεκτασήδων στα Γιάννενα, για να τον προστατεύσει από τις αυθαιρεσίες των Τούρκων. Αυτό ήταν ένα γεγονός που το χρησιμοποίησαν οι εχθροί του για να τον κατηγορήσουν ότι αλλαξοπίστησε κι έγινε μουσουλμάνος. Ήταν όμως γεγονός ότι το τάγμα αυτό ήταν μια αίρεση που είχε ακόμη και τον Χριστό για προφήτη τους. Μάλιστα στην Φιλική Εταιρεία είχαν ενταχθεί και άτομα μουσουλμανικής προέλευσης μπεκτασήδες.

Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία

Όταν το 1820 ήρθε η ρήξη του Αλή πασά με τον Σουλτάνο, ο Οδυσσέας βοήθησε στην προετοιμασία της επανάστασης στη Ρούμελη και στη συνέχεια για 3 χρόνια μετείχε στον επαναστατικό αγώνα με ένδοξη στιγμή την ηρωική μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (Μάιος 1821). Στις 27 Αυγούστου 1822 η γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει τη Διοίκηση της Αθήνας και εισέρχεται θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, τον Ιωάννη Γκούρα, τον Ιωάννη Μαμούρη, τον Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους επαναστάτες.

Ο Γιάννης Γκούρας ήταν το μοιραίο πρόσωπο για τον Οδυσσέα. Ο Γκούρας ήταν βοσκός του Πανουριά στα Σάλωνα. Τον πήρε ο Ανδρούτσος ψυχογιό και μετά τον έκανε πρωτοπαλίκαρο, πρώτο καπετάνιο και υποφρούρχο στην Ακρόπολη. Μάλιστα πριν καιρό ο Οδυσσέας του είχε σώσει τη ζωή, όταν τον πήγαιναν για κρέμασμα στη Χαλκίδα. Ο Ανδρούτσος απήγαγε τον Μπας Αγά, αυλάρχη του πασά του Ευρίπου και τον αντάλλαξε με τον Γκούρα. Όμως οι αρχοντικές οικογένειες της Αθήνας, επειδή μισούσαν τον Οδυσσέα, πήραν το πρωτοπαλίκαρό του με το μέρος τους. Τον πάντρεψαν με την κόρη του προύχοντα Αναγνώστη Λιδορίκη. Ο άξεστος γιδοβοσκός Γκούρας μεγαλοπιάστηκε και γύρισε την πλάτη του στον πρώην ευεργέτη του, Ανδρούτσο. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι ο Γκούρας του λέει: «η Διοίκηση θέλει να με κάμη χιλίαρχον κι αρχηγόν της Λιβαδιάς εις το ποδάρι του Δυσσέα, φτάνει να σκοτώσω τον Δυσσέα».

Οι κόντρες με τους πολιτικούς τον έβαλαν στο στόχαστρο του Ι. Κωλέττη

Ο Κωλέττης, όπως αναφέρει ο Μακρυγιάννης, τον γνώριζε τον Οδυσσέα από την αυλή του Αλή πασά. Ήξερε ότι ήταν ο καλύτερος από όλους τους στρατιωτικούς και «δεν μπορούσε να τον παίξει αυτόν», δηλαδή να τον έχει του χεριού του. Γι’ αυτό συνωμοτεί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον εκλαμπρότατο, όπως του άρεζε να τον προσφωνούν και βάζουν μπροστά το σχέδιο να ξεκάνουν τους στρατιωτικούς, που ήταν πολύ δημοφιλείς στο λαό με μεγάλη επιρροή και να έχουν αυτοί τον έλεγχο της Ρούμελης.

Σε όλα τα παραπάνω εμπλέκεται και ο περίφημος θησαυρός του Οδυσσέα. Λεγόταν ότι ο Ανδρούτσος είχε θάψει στη σπηλιά έναν τεράστιο θησαυρό που τον είχε αποκτήσει από την προίκα που του είχε δώσει ο Αλή πασάς, όταν παντρεύτηκε (ένα τσεκίνι για κάθε άτομο στο αρματολίκι της Λιβαδειάς και της Ανατολικής Στερεάς) και από ληστείες σε χρηματαποστολές του Σουλτάνου. Ήθελαν να καταλάβουν το λημέρι του και να ψάξουν να βρουν που είχε θάψει τον θρυλικό αμύθητο θησαυρό του. Κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι ο ίδιος ο Αλή πασάς του εμπιστεύτηκε ένα μέρος του μεγάλου θησαυρού του να το θάψει, όταν είδε ότι ερχόταν το τέλος του. Όμως τελικά δεν βρέθηκε τίποτε πουθενά.

Η Δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν ένα άτομο υψηλής ευφυΐας

Και να είχε το θησαυρό, δεν θα τον έθαβε στη Μαύρη Τρούπα, το λημέρι του. Άλλωστε με την εκτέλεση του Αλή πασά, ο θησαυρός έπεσε στα χέρια των Τούρκων αρχηγών. Νωρίτερα λέγεται ότι ένα μέρος το έστειλε ο γιος του, ο Βελή πασάς, σε αγγλική τράπεζα στη Λευκάδα κι από εκεί στη Μάλτα, αλλά τελικά τα «έφαγε» η Αγγλία και ένα μέρος το εμπιστεύθηκε η ίδια η κυρα-Βασιλική σε Έλληνες καπεταναίους για να χρησιμοποιηθεί στην Επανάσταση.

Στέλνει, λοιπόν, ο Κωλέττης απεσταλμένους στο λημέρι του, τη Μαύρη Τρούπα στον Παρνασσό, τον Αλέξανδρο Νούτσο και τον Χρήστο Παλάσκα, δήθεν για διαπραγματεύσεις, αλλά με την εντολή να σκοτώσουν τον Οδυσσέα. Ταυτόχρονα ο Κωλέττης ειδοποίησε τον Οδυσσέα ότι έρχονται οι Νούτσος-Παλάσκας για να τον σκοτώσουν! Επίσης ειδοποίησε και τους φίλους του Ανδρούτσου, τους Αντώνη Γεωργαντά και Μάρκο Μπότσαρη ότι κάποιοι πάνε να «φάνε» το φίλο τους, για να σιγουρέψει ακόμη περισσότερο τη συνωμοσία και το φονικό.

Γιατί, όμως, ο Κωλέττης έστειλε αυτούς τους δύο στην Μαύρη Τρούπα; Από τη μια μεριά είχε βάλει στο μάτι την όμορφη γυναίκα του Χρήστου Παλάσκα. Στέλνοντάς τον στην Τρούπα του Οδυσσέα ή θα τον σκότωνε ή θα σκοτωνόταν και θα είχε τη γυναίκα του δική του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πράγματι πήρε μετά στο «χαρέμι» του την όμορφη χήρα του Παλάσκα. Από την άλλη πλευρά δεν συμπαθούσε τον συμπατριώτη του, Αλέξανδρο Νούτσο. Αυτός ήταν, ας πούμε, επιθεωρητής της Ανατολικής Στερεάς. Παλιά στην αυλή του Αλή πασά ο Νούτσος ήταν το «δεξί χέρι» του, ο πολιτικός σύμβουλός του, ενώ ο Κωλέττης ήταν ένας άσημος γιατρός του γιου του πασά, Μουχτάρ. Επομένως όσο υπήρχε ο Νούτσος, ο Κωλέττης θα είχε πάντα δεύτερο ρόλο. Γι’ αυτό με τη συνωμοσία που έστησε ή θα γλίτωνε από τον Ανδρούτσο ή από τους δύο παραπάνω.

Τα παλικάρια του Οδυσσέα σκοτώνουν τους δύο απεσταλμένους της κυβέρνησης. Επειδή ο κλοιός στένευε όλο και περισσότερο γύρω του, για να κερδίσει χρόνο, γράφει την 1 Σεπτεμβρίου 1824 με τον φίλο του, τον γραμματικό, Αντώνη Γεωργαντά 3 γράμματα από τη Μαύρη Τρούπα στο εξωτερικό, για να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση. Το ένα γράμμα είχε παραλήπτη τον Στάνχοπ στην Αγγλία. Του αναφέρει ότι έγιναν 3 απόπειρες δολοφονίας του στο Ναύπλιο και του τονίζει ότι: «σας λέγω δε ότι προς ασφάλειαν της ζωής μας ως τελευταίον καταφύγιον δεν έχομε άλλο μέσον παρά να προσπέσωμεν εις το έλεος των Τούρκων, τόσο ημείς όσο και ο ατυχέστατος λαός της Ελλάδος, όστις φεύγων από τον ένα ζυγόν και βλέπων ότι θα πέση εις χειρότερον, προτιμά τον πρώτον από τον δεύτερον». Είναι η μόνη γραπτή μαρτυρία, την οποία χρησιμοποίησαν οι εχθροί του, στην οποία αφήνει υπαινιγμό ότι ετοίμαζε «καπάκια» με τον Ομέρ, τον πασά της Εύβοιας.

Τα καπάκια ήταν οι μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους. Ήταν αποδεκτή πρακτική, γιατί όποιος έβαζε καπάκι ή ψευτο-κάπακο επέβαλε ανακωχή, έσωζε τους πληθυσμούς από τη σφαγή και τη λεηλασία και συνάμα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο. Ωστόσο η έλευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και η δυναμική εμπλοκή του στον ξεσηκωμό της Δυτικής Ελλάδας κατέστησε τα καπάκια πέτρα σκανδάλου και πανίσχυρο πολιτικό επιχείρημα· με πρόσχημα τις επαφές με τον εχθρό, ο φαναριώτης πολιτικός είχε την ευχέρεια να διαχωρίζει τους καπετάνιους σε «πατριώτες» και «προδότες» ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων και τις ατομικές του επιδιώξεις.

Χρόνο ήθελε να κερδίσει ο Οδυσσέας, γιατί έβλεπε ότι ήθελαν το κεφάλι του και ο κλοιός γύρω του στένευε. Άλλωστε αν ήθελε πραγματική συνεργασία με τους Τούρκους, όταν στράφηκε εναντίον του ο Γκούρας, στη Χαιρώνεια και στις Λιβανάτες, δεν κάλεσε βοήθεια από τους Τούρκους, αλλά ζήτησε συνάντηση με το πρώην πρωτοπαλίκαρό του. Ο Γκούρας αρνήθηκε και τότε ο Οδυσσέας παραδίδεται. Ήταν 7 Απριλίου 1825 με εγγυήσεις από τον υπαρχηγό του Γκούρα, τον Κριεζώτη, ότι όλα είναι «περασμένα ξεχασμένα».

Η υπόσχεση δεν τηρήθηκε και ο Ανδρούτσος οδηγείται αλυσοδεμένος, κουρελής και ανήμπορος στην Αθήνα. Ο κόσμος, ενώ τον αποθέωνε λίγο καιρό πριν ως απελευθερωτή, τώρα τον αποδοκιμάζει αποκαλώντας τον «τουρκοδυσσέα». Κάποια, μάλιστα, Αθηναία τον πλησίασε και τον έφτυσε κατάμουτρα. Τον φυλάκισαν με αλυσοδεμένα τα πόδια του στον φράγκικο πύργο του 12ου αιώνα στη νοτιοδυτική πλευρά των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Άρχισαν τα βασανιστήρια με ξύλο, πείνα, δίψα και αϋπνία ρωτώντας τον πού έχει κρύψει τον θησαυρό.

Όμως οι συνθήκες άλλαξαν. Ενώ δίνεται η εντολή ο Ανδρούτσος να μεταφερθεί στην Ακροκόρινθο να δικαστεί, ο Ιμπραήμ εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Η επανάσταση κινδυνεύει. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη-Κωλέττη απελευθερώνει τον Κολοκοτρώνη, τον αμνηστεύει και τον διορίζει αρχιστράτηγο του Μοριά. Ο Γκούρας οργίζεται. Στέλνει επιστολή στην κυβέρνηση και τους λέει: «Με βάλατε στον χορό να φάω τους φίλους μου, να κάνω οχτρούς και τώρα εσείς βιάζεστε να τους κάνετε πάλι φίλους. Θα σιγουράρω κι εγώ τη φαμίλια μου στην Ευρώπη και θα φυλάξω το κεφάλι μου, αφού θα ζήσουν ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι».

Για να προλάβει τη γενική αμνηστεία, με ένα συνθηματικό σημείωμα στον Μαμούρη («πούλα το λάδι πριν πέσει η τιμή») έδωσε το μήνυμα για δολοφονία του Οδυσσέα. Τα μεσάνυχτα 3 προς 4 Ιουλίου 1825 τρεις φιγούρες εισέρχονται στο μπουντρούμι του Ανδρούτσου. Οι δύο τον ακινητοποιούν και ο τρίτος, ένας παπάς (!) τον πλησιάζει και στρίβει τους όρχεις του Οδυσσέα με όση δύναμη είχε! Σύνθλιψη όρχεων! Ύστερα πετάνε το κουφάρι του από τον πύργο και κρέμασαν κι ένα κομμένο σκοινί, για να δείξουν ότι τάχα πήγε να δραπετεύσει και αυτό κόπηκε.

Ο Γκούρας θα σκοτωθεί 3,5 χρόνια μετά σε μία συμπλοκή με Τούρκους και θα θαφτεί μπροστά στην Ακρόπολη! Παρά τα κατορθώματά του στην επανάσταση, η φιλαργυρία του και η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου θα σπιλώσουν το όνομά του. Η μάνα του και η γυναίκα του, που στο μεταξύ είχε γεννήσει στη σπηλιά τον μικρό Λεωνίδα, θα παραδώσουν σε εκπροσώπους της κυβέρνησης τη Μαύρη Τρούπα, με λίγα τρόφιμα, όπλα και πολεμοφόδια αλλά κανένα θησαυρό, στις 3 Σεπτεμβρίου 1825.

Η Ανδρούτσαινα θα βρει καταφύγιο στις Λιβανάτες, τον τόπο καταγωγής του πρώτου συζύγου της. Η παλιά αρχόντισσα της Πρέβεζας πέθανε το 1833 πάμφτωχη ζώντας με το ελάχιστο βοήθημα των 80 φοινίκων που είχε εγκρίνει η κυβέρνηση. Η σύζυγός του, Ελένη, πήγε στη Ζάκυνθο στην κουνιάδα της Ταρσίτσα. Έπειτα πήγε στην Αίγινα σε κατάσταση απόλυτης φτώχιας πουλώντας ό,τι κειμήλιο είχε από τον Οδυσσέα. Με την έλευση του Καποδίστρια πήρε ένα μικρό βοήθημα, ενώ ο φιλέλληνας βασιλιάς της Βαυαρίας, ο Λουδοβίκος, πατέρας του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, τους κάλεσε στο Μόναχο για να σπουδάσει ο μικρός Λεωνίδας μαζί με άλλα παιδιά Ελλήνων. Όμως ο Λεωνίδας αρρώστησε βαριά και πέθανε. Η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα ζώντας σε εξαθλίωση προσπαθώντας να αποκαταστήσει την τιμή και το όνομα του άντρα της, Οδυσσέα. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών στις 21 Ιουνίου 1879.

Τελικά το κράτος δικαίωσε τον Ανδρούτσο το 1865, όταν έγινε με μεγάλη επισημότητα και στρατιωτικές τιμές η μετακομιδή των οστών του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου σήμερα υπάρχει ο τάφος του. Στις 15 Ιουλίου 1967 ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, τέως Διοικητής της Ελληνικής Ταξιαρχίας του Ρίμινι και επικεφαλής του Εθνικού Στρατού στον Εμφύλιο Πόλεμο του 1947-1949, μετέφερε με πολεμικό σκάφος στην Πρέβεζα μεταλλικό κουτί με τα οστά του Οδυσσέα Ανδρούτσου από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Τα οστά τοποθετήθηκαν στη βάση του αγάλματος που υπάρχει στην ομώνυμη πλατεία του και του οποίου τα αποκαλυπτήρια έγιναν με μεγαλοπρεπή τελετή την ίδια ημέρα. @Γιάννης Σιατούφης

Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς

Η Δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου

Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς ήταν μία από τις πολεμικές εμπλοκές της ελληνικής επανάστασης του 1821, με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες. Στη μάχη αυτή, που έγινε στις 8 Μαΐου του 1821, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με μόνο 117 άνδρες νίκησε το στρατό του Ομέρ Βρυώνη.

Μετά από την ήττα των Ελλήνων στη μάχη της Αλαμάνας (23/04/1821) και τον μαρτυρικό θάνατο του Αθανάσιου Διάκου, ο τουρκικός στρατός με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη, δύναμης 9.000 ανδρών και πυροβολικού, σκόπευε από τη Λαμία να επιτεθεί στην Πελοπόννησο. Είχε ανοίξει ο δρόμος τους για εκεί, καθότι η θυσία του Διάκου είχε στερήσει από τους Έλληνες τον αρχηγό τους. Ο φόβος είχε καταβάλλει τους επαναστατημένους στα κέντρα του Αγώνα (Λειβαδιά, Σάλωνα (Άμφισσα) και Αττική). Όλοι ανέμεναν την οργή των 2 πασάδων.

Η Επανάσταση κινδύνευε έναν μήνα μετά την έναρξή της. Την έσωσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και οι κακοί υπολογισμοί του Ομέρ Βρυώνη. Ο ελληνικής καταγωγής Αλβανός πασάς, αντί να προελάσει προς τις καταπτοημένες περιοχές της Α Στερεάς και να διεκπεραιωθεί το ταχύτερο δυνατό στην Πελοπόννησο, έκρινε ότι έπρεπε να ενισχύσει τις δυνάμεις του, προτού περάσει τον Ισθμό. Θεώρησε ότι με το να προσεταιριστεί του Έλληνες οπλαρχηγούς, τους οποίους γνώριζε από την Αυλή του Αλή Πασά, θα προκαλούσε την παράλυση των Πελοποννησίων ανταρτών.

Με αυτή τη λογική είχε προτείνει και στον Αθανάσιο Διάκο να ενταχθεί στις δυνάμεις του, αλλά αυτός είχε αρνηθεί. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν είχε αντιληφθεί την έκταση και την έννοια του ελληνικού ξεσηκωμού. Πίστευε ότι επρόκειτο για μια απλή ανταρσία, που θα ήταν εύκολο να κατασταλεί και όχι για τον ξεσηκωμό ενός ολοκλήρου έθνους, που διεκδικούσε την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή του. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ανατολική Στερεά ο Ανδρούτσος, παλιός αρματολός της περιοχής, ο οποίος είχε πέσει σε δυσμένεια του σουλτάνου, ως άνθρωπος του Αλή Πασά, μέλος (από το 1818) της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα.

Ο Ομέρ Βρυώνης βρήκε ευκαιρία να τον προσεταιρισθεί, επειδή γνώριζε πολύ καλά τις στρατιωτικές του ικανότητες. Του έγραψε μια επιστολή ως παλιός φίλος και του ζήτησε τη σύμπραξή του κατά των ελλήνων ανταρτών, με πλήθος υποσχέσεων και δόλωμα την οπλαρχηγία ολοκλήρου της Ανατολικής Στερεάς. Του πρότεινε, μάλιστα, να συναντηθούν στη Γραβιά και συγκεκριμένα σε ένα μικρό πλινθόκτιστο χάνι. Ο Ανδρούτσος απεδέχθη την πρόσκληση κι έσπευσε στην περιοχή με άλλο σκοπό κατά νου. Αμέσως συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς, με τη συμμετοχή των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Πανουργιά. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ομέρ Βρυώνης θα κατήρχετο στην Πελοπόννησο, όχι δια του Ισθμού, αλλά δια του Γαλαξιδίου.

Διαφώνησαν, όμως, ως προς το σχέδιο αντιμετώπισής του. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να δώσουν τη μάχη στο Χάνι, ενώ οι Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς το έκριναν ακατάλληλο, επειδή ήταν πλινθόκτιστο και ευρίσκετο σε ανοικτό πεδίο. Εν τω μεταξύ, ο Ομέρ Βρυώνης με 9.000 άνδρες πλησίαζε στη Γραβιά και είχε πληροφορηθεί την παρουσία του Ανδρούτσου στο χάνι με μικρή δύναμη. Δεν ανησύχησε, όμως, πιστεύοντας ότι ο Ανδρούτσος θα έκανε αποδεκτή την πρότασή του.

Σε μια 2η σύσκεψη των ελλήνων οπλαρχηγών, που δεν είχαν στη διάθεσή τους πάνω από 1.200 άνδρες, λύθηκε η διαφωνία τους. Αποφάσισαν ο μεν Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά να πιάσουν τις γύρω περιοχές, ο δε Ανδρούτσος να χτυπήσει τον εχθρό από το χάνι σε μια οπωσδήποτε παράτολμη ενέργεια. Μαζί του βρέθηκαν 117 άνδρες, που μετέτρεψαν το πλινθόκτιστο κτίριο σε οχυρό με πρόχειρα έργα. Ο Ομέρ Βρυώνης με τον στρατό του πλησίασε (πρωί 8ης Μαΐου 1821) σε απόσταση βολής από το χάνι και αμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρών.

Κατάλαβε ότι ο παλιός του φίλος δεν πήγε εκεί με φιλικούς σκοπούς, αλλά για να τον πολεμήσει. Πρώτα διέταξε να γίνει επίθεση κατά των ανδρών του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, τους οποίους διασκόρπισε στα γύρω βουνά, όπως και στη Μάχη της Αλαμάνας. Στη συνέχεια, επικεντρώθηκε στο Χάνι και τον Ανδρούτσο. Έκανε μια απόπειρα να τον μεταπείσει, στέλνοντας ένα δερβίση ως αγγελιοφόρο. Η αποστολή του ιερωμένου είχε τον λόγο της. Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε ότι ο Ανδρούτσος ήταν Μουσουλμάνος Μπεκταξής.

Ο δερβίσης προχώρησε έφιππος προς το Χάνι, αλλά ξαφνικά δέχθηκε μια σφαίρα στο μέτωπο κι έπεσε άπνους. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν κατά κύματα στο Χάνι. Ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του κρατούσαν γερά. Ο Ομέρ Βρυώνης εξεμάνη με την ανικανότητα των αξιωματικών του και διέταξε και νέα επίθεση κατά το μεσημέρι. Και αυτή απέτυχε. Τις πρώτες ώρες του δειλινού διέταξε κατάπαυση του πυρός, συνειδητοποιώντας ότι είχε διαπράξει ένα ακόμη λάθος. Από υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και υποτιμώντας την ανδρεία των Ελλήνων είχε εκστρατεύσει χωρίς πυροβολικό. Αποφάσισε να αποσύρει προσωρινά τις δυνάμεις του και να διατάξει να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία.

Ήταν αποφασισμένος το πρωί της επόμενης ημέρας να ισοπεδώσει το Χάνι, με τους αυθάδεις υπερασπιστές του. Την κίνηση αυτή του Ομέρ Βρυώνη μάντεψε ο Ανδρούτσος και γύρω στις 2 τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου επεχείρησε με τους 110 άνδρες του ηρωική έξοδο. Οι 6 είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της ολοήμερης μάχης. Αιφνιδίασαν τις τουρκικές φρουρές που είχαν περικυκλώσει το Χάνι και χάθηκαν μέσα στα σπαρτά.

Οι Τούρκοι περικύκλωσαν την περιοχή και το χάνι, ενώ ο Βρυώνης έστειλε δερβίση για να πει στον Ανδρούτσο να παραδοθεί. Ο Ανδρούτσος δεν δέχτηκε και οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο πανδοχείο, αλλά αποκρούσθηκαν με μεγάλες απώλειες και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο Βρυώνης βλέποντας τους άνδρες του να πέφτουν από τα πυρά των Ελλήνων, διέταξε να φέρουν ένα κανόνι για να ανατινάξει το κτίριο. Οι Τούρκοι σταμάτησαν την επίθεση μέχρι να έρθει το κανόνι, ενώ οι Έλληνες, που κατάλαβαν τις προθέσεις τους, κατάφεραν στο μεταξύ να ξεφύγουν κρυφά ανάμεσα από τις εχθρικές τουρκικές γραμμές.

Τα θύματα των Τούρκων ήταν πολυάριθμα. 330 νεκροί και 800 τραυματίες σε λίγες ώρες. Οι Έλληνες έχασαν 6 πολεμιστές. Μετά την μάχη αυτή ο Βρυώνης συγκλονίστηκε τόσο πολύ, δεν υπήρχε πια ηθικό στο στράτευμά του, που αποφάσισε να σταματήσει προσωρινά την εκστρατεία του και να υποχωρήσει στην Εύβοια, για να συναντήσει αργότερα τις δυνάμεις του Κιοσέ Μεχμέτ. Λόγω της παύσης αυτής των δραστηριοτήτων του Βρυώνη, η μάχη στο χάνι της Γραβιάς θεωρείται σημαντικός σταθμός για την έκβαση της ελληνικής επανάστασης. Είχε παρεμποδιστεί η κάθοδος ενός τόσο ισχυρού στρατού, όπως του Ομέρ Βρυώνη, στην Πελοπόννησο, όπου η επανάσταση ακόμα δεν είχε εδραιωθεί, ενώ συνέβαλε στην έναρξη του αγώνα και στη Δ’ Ελλάδα. Για λίγο καιρό, τουλάχιστον, ένας σοβαρός κίνδυνος για την Πελοπόννησο εξέλιπε. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος όμως δολοφονήθηκε από αυτούς που έσωσε.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κωστή Παπαγιώργη, Τα καπάκια, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2003.
Μίμης Ανδρουλάκης, Αλλέγκρα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2014.
Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, εκδ. Μέρμηγκα
Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. Γιοβάνη, τόμος Α, κεφ. ΙΔ.
Ιωάννα Διαμαντούρου, «Ο Αγώνας στην Ανατολική Στερεά. Η μάχη της Γραβιάς», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 115

terrapapers.com