Ανέκδοτο: Κοντά σε μία χαράδρα ένας τσοπάνης είχε αμολήσει τα πρόβατα του να βοσκήσουν

Ανέκδοτο: Κοντά σε μία χαράδρα ένας τσοπάνης είχε αμολήσει τα πρόβατα του να βοσκήσουν

Ένα από αυτά, όμως, ξέφυγε από τον έλεγχό του και παρά τα γαβγίσματα του τσοπανόσκυλου, άρχισε να τρέχει προς τον γκρεμό.

Άρχισε να το φωνάζει ο βοσκός και να τρέχει ξωπίσω του. Στην προσπάθειά του να το πιάσει, γλιστράει και βρίσκεται να κρέμεται από ένα κλαδί κάποιου δέντρου που πρόλαβε να πιαστεί, στην άκρη του γκρεμού. Χάος από κάτω του και το πρόβατο από πάνω του, ασφαλές, να τον κοιτάει από ψηλά.

– Αχ, έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου, βρε άτιμο!… μονολόγησε θυμωμένος ο βοσκός.

Ήταν τόσο άκρη που δεν μπορούσε ούτε με τα πόδια να ακουμπήσει σε κάποιο βράχο, ούτε ήταν σε θέση να έλξει τον εαυτό του και να σκαρφαλώσει στο κλαρί και από εκεί στο δέντρο. Χώρια που φοβόταν μήπως με κάποια απότομη κίνηση, το κλαδί σπάσει.

Ουσιαστικά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και άρχισε να φωνάζει για βοήθεια, μήπως κάποιος περαστικός ή κάποιος άλλος βοσκός τον ακούσει.

– Βοήθεια, βοήθεια! Βοήθεια πατριώτες, ακούει κανείς. Ακούει κανείς;

Κάποια στιγμή μετά από αρκετή ώρα και πάνω που είχε αρχίσει να κουράζεται και από λεπτό σε λεπτό δεν θα άντεχε άλλο, ο ουρανός σκοτεινιάζει, γεμίζει με στροβιλιζόμενα σύννεφα και μια επιβλητική βαθιά φωνή ακούγεται να προέρχεται από αυτά:

– Άνθρωπε, οι εκκλήσεις σου εισακούστηκαν. Πέσε! Είμαι ο Θεός και θα σε σώσω.

Ο βοσκός εμβρόντητος και σαστισμένος, ανάκτησε τις δυνάμεις του για να κρατηθεί ακόμα περισσότερο και φώναξε:

– Κανένας άλλος ακούει; Ακούει κάποιος άλλος;

Βάλε το email σου στην φόρμα για να λαμβάνεις τα άρθρα μας.