Οι παράξενες αναφορές του Απολλώνιου Τυανέα στην Ασία τον 1ο μ.Χ αιώνα

Επιμέλεια: Ομάδα Ορφέας

Ο Απολλώνιος ο Τυανέας (15 – 98 μ.Χ) ήταν Έλληνας νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος από τα Τύανα της ρωμαϊκής επαρχίας της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία. Ήταν ρήτορας και φιλόσοφος περίπου την εποχή του Ιησού Χριστού και συγκρίθηκε με τον Ιησού από τους χριστιανούς τον 4ο αιώνα και από άλλους συγγραφείς στη σύγχρονη εποχή.

Ότι πληροφορία έχουμε για τον Απολλώνιο προέρχεται από τον Φιλόστρατο. Τη φήμη του οφείλει κυρίως ο Φιλόστρατος στα οκτώ βιβλία που αποτελούσαν: Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον. Πατρίδα του Απολλώνιου ήταν τα Τύανα, ελληνική πόλη της Καππαδοκίας.

Διαβάστε επίσης: Η Γέννηση και τα Θαύματα του Απολλώνιου Τυανέα

Ο πατέρας του είχε το ίδιο όνομα και καταγόταν από αρχαία γενιά που οι ρίζες της έφταναν ως τους πρώτους οικιστές της πόλεως. Ταξίδεψε σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο και μέσα από τις περιγραφές του είμαστε σε θέση να αντλήσουμε σημαντικές πληροφορίες για την εποχή του 1ου αιώνα μ.Χ αλλά και εκπληκτικά στοιχεία για το απώτατο παρελθόν.

Γεγονότα που αφορούν τη γέννηση του Απολλώνιου.

13(…)Όταν η μητέρα του Απολλώνιου επρόκειτο να τον γεννήσει, παρου­σιάστηκε μπροστά της το φάντασμα του Αιγύπτιου δαίμονα Πρωτέα, για τον οποίο ο Όμηρος λέει πως άλλαζε μορφές. Χωρίς να φοβηθεί, ρώτησε τι θα γεννήσει και εκείνος απάντησε «εμένα». «Ποιος είσαι συ;» ρώτησε. «Ο Πρωτέας, ο Αιγύπτιος θεός», απάντησε. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω ποιος ήταν στη σοφία ο Πρωτέας σε όσους έχουν διαβάσει τους ποιητές. Είχε διάφορες μορφές, που άλλαζαν συνέχεια, δεν ήταν δυνατόν να συλληφθεί και, όπως φαίνεται, γνώριζε και προέβλεπε τα πάντα. Πρέπει να έχουμε στον νου μας τον Πρωτέα, διότι στη διάρκεια της ιστορίας θ’ αποδειχτεί ότι ο Απολλώνιος είχε την ικανότητα της πρόγνωσης περισσότερο από τον Πρωτέα και ξέφυγε από πολλούς κινδύνους και δυσκολίες με μεγαλύτερη ευκολία σε περιπτώσεις που τον είχαν περιβάλει ασφυκτικά. Λένε πως γεννήθηκε σε λιβάδι, κοντά στο μέρος όπου υπάρχει τώρα το ιερό του. Δεν πρέπει να αγνοούμε με ποιον τρόπο γεννήθηκε.

Όταν έφτασε η μητέρα του στην ώρα του τοκετού, ονειρεύτηκε πως έπρεπε να πάει στο λιβάδι για να μαζέψει λουλούδια. Όταν έφτασε εκεί, μάζευαν λουλούδια οι δούλες κι αυτή αποκοιμήθηκε στο γρασίδι. Κάποιοι κύκνοι που ζούσαν εκεί, έστησαν χορό γύρω της καθώς κοιμόταν και σηκώνοντας τα φτερά, όπως συνηθίζουν, έβγαλαν φωνή όλοι μαζί — έπνεε και ζέφυρος στο λιβάδι. Εκείνη πετάχτηκε πάνω από την ωδή και γέννησε. Κάθε έκπληξη μπορεί να προκαλέσει πρόωρη γέννα. Οι ντόπιοι λένε πως τη στιγμή που γεννήθηκε δημιουργήθηκε κεραυνός που φαινόταν πως θα πέσει στη γη, όμως έμεινε μετέωρος και χάθηκε ψηλά στον αιθέρα. Με όλα αυτά, νομίζω, οι θεοί ήθελαν να φανερώσουν και να προσημάνουν τη δόξα του άνδρα αυτού, την ανωτερότητα του πάνω σε όλα τα γήινα και το ότι εκεί και θρηνούν μπροστά στο νερό ομολογώντας τις επιορκίες τους. Οι ντόπιοι θεωρούν τον Απολλώνιο γιο του Δία, όμως εκείνος ονομάζει τον εαυτό του γιο του Απολλώνιου. είναι παρόμοιος με τους θεούς.  Υπάρχει κοντά στα Τύανα νερό του Όρκιου Δία, όπως λένε, και το ονομάζουν Ασβαμαίο.(…)

Μια απρόσμενη συνάντηση με την φοβερή Έμπουσα.

Βάλε το email σου στην φόρμα για να λαμβάνεις τα άρθρα μας.

16(…)Η Έμπουσα στη μυθολογία είναι φάντασμα της συνο­δείας της θεάς Εκάτης. Τρεφόταν με ανθρώπινη σάρκα και μπορούσε να πάρει κάθε είδους μορφή. Αφού πέρασαν τον Καύκασο, λένε πως είδαν ανθρώπους τέσσερις πήχεις ψηλούς με σκούρο δέρμα. Μόλις πέρασαν τον Ινδό ποταμό, είδαν άλλους, πέντε πήχεις ψηλούς. Από την πορεία μέχρι τον ποταμό αξίζει να αναφερθούν τα εξής: Προχωρούσαν κάτω από λαμπρό φεγγαρόφωτο, όταν παρουσιάστηκε το φάντασμα της Έμπουσας που άλλαζε μορφές ή εξαφανιζόταν τελείως. Ο Απολ­λώνιος κατάλαβε τι συμβαίνει, εξύβρισε ο ίδιος την Έμπουσα και είπε και στους συντρόφους του να κάνουν το ίδιο, γιατί αυτό είναι το φάρμακο αυτής της επίθεσης. Το φάντασμα εξαφανίστηκε, τρέχοντας και βγάζοντας δυνατές φωνές, όπως κάνουν τα φαντάσματα.(…)

Περί μετενσάρκωσης.

19 «Σχετικά με την ψυχή, τι γνώμη έχετε;» ρώτησε στη συνέχεια ο Απολλώνιος. «Ό,τι ο Πυθαγόρας έχει παραδώσει σε σας και εμείς στους Αιγυπτίους». Είπε ο Απολλώνιος: «Θα μπορούσες λοιπόν να πεις ότι, όπως ακριβώς ο Πυθαγόρας έλεγε πως ήταν ο Εύφορβος, έτσι και συ, προτού έρθεις σ’ αυτό το σώμα, ήσουν κάποιος από τους Τρώες ή τους Αχαιούς ή οποιοσδήποτε;» Τότε ο Ινδός απάντησε: «Η Τροία καταστράφηκε τότε από το ναυτικό των Αχαιών, εσάς σας έχουν καταστρέψει τα λόγια σας γι’ αυτή. Θεωρείτε γενναίους μόνο όσους πήραν μέρος στην Τρωική εκστρατεία και παραβλέπετε πολλούς και θεϊκούς άνδρες που έχει να επιδείξει και η πατρίδα σας και η Αίγυπτος και η Ινδία.

Όμως, επειδή με ρώτησες για το προηγούμενο σώμα μου, πες μου, από τους εχθρούς και τους υπερασπιστές της Τροίας ποιον θεωρείς πιο αξιοθαύμαστο;» «Τον Αχιλλέα», απάντησε, «γιο του Πηλέα και της Θέτιδας, που υμνεί ο Όμηρος πάνω απ’ όλους τους Αχαιούς για την ομορφιά του και το μεγαλείο του και για τα σπουδαία κατορθώματα του. Αξιοθαύμαστους ακόμη θεωρεί άνδρες σαν τον Αίαντα και τον Νιρέα και τους εξυμνεί ως όμορφους και γενναίους, όμως μετά τον Αχιλλέα». «Παρόμοιο μ’ αυτόν, Απολλώνιε, να θεωρείς και τον δικό μου πρόγονο ή καλύτερα το προηγούμενο σώμα μου. Έτσι και ο Πυθαγόρας θεωρούσε τον Εύφορβο.

Το φάντασμα του Γάγγη

20(…)Κάποτε», συνέχισε, «κατοικούσαν εδώ οι Αιθίοπες που είναι Ινδικό γένος. Η Αιθιοπία δεν υπήρχε ακόμη. Τα όρια της Αιγύπτου ήταν πέρα από τη Μερόη και τους καταρράχτες και εκεί βρίσκονταν οι πηγές και οι εκβολές του Νείλου. Τον καιρό εκείνο, όταν κατοικούσαν εδώ οι Αιθίοπες κάτω από την εξουσία του βασιλιά Γάγγη, και η γη τους έτρεφε επαρκώς και οι θεοί τους φρόντιζαν. Όταν όμως σκότωσαν αυτό τον βασιλιά, ούτε από τους υπόλοιπους Ινδούς θεωρούνταν αμόλυντοι ούτε ο τόπος αυτός τους επέτρεπε να παραμείνουν: Η σπορά τους καταστρεφόταν, προτού καλά καλά βλαστήσει. Οι γυναίκες απέβαλαν, τα κοπάδια τους δεν έβρισκαν τροφή και όπου πήγαιναν να κατοικήσουν το έδαφος υποχωρούσε.

Επίσης, παρουσιαζόταν στον δρόμο τους το φάντασμα του Γάγγη και τους αναστάτωνε. Δεν τους άφησε σε ησυχία παρά μόνο όταν οι πρωταίτιοι και εκτελεστές του φόνου εξάγνισαν τη γη με τον θάνατο τους. Αυτός ο Γάγγης είχε μήκος δέκα πήχεις, δεν έμοιαζε με κανένα άνθρωπο στην ομορφιά και ήταν παιδί του ποταμού Γάγγη. Τον πατέρα του, που κατέκλυζε την Ινδική, έτρεψε προς την Ερυθρά και τον συμφιλίωσε με τη γη. Γι’ αυτό, όσο ζούσε, η γη παρήγαγε άφθονα προϊόντα, όταν όμως πέθανε, έγινε εκδικητική.(…)

Σε κάποιο σημείο ο Φιλόστρατος αναφέρει την περιγραφή του Απολλώνιου για την συνάντηση του με το πνεύμα του νεκρού Αχιλλέα,  στον αρχαίο τύμβο που φυλασσόταν οι στάχτες του ήρωα.

26 Επειδή και οι άλλοι έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον γι’αυτή τη συζήτηση και είχαν διάθεση να τον ακούσουν, ο Απολλώνιος είπε : «Δεν έσκαψα λάκκο, σαν τον Οδυσσέα, ούτε προσέλκυσα τις ψυχές με αίμα αρνιών για να συζητήσω με τον Αχιλλέα, παρά μόνο ευχήθηκα αυτά που λένε οι Ινδοί όταν παρακαλούν τους ήρωες: “Αχιλλέα”, είπα, “οι περισσότεροι άνθρωποι λένε πως έχεις πεθάνει, εγώ όμως διαφωνώ και διαφωνεί επίσης ο Πυθαγόρας που είναι πρόγονος της σοφίας μου. Αν υπάρχει αλήθεια στην πίστη μας, φανερώσου μπροστά μας. Αν χρησιμοποιούσες τα μάτια μου ως μάρτυρες της ύπαρξης σου, θα μπορούσες να ωφεληθείς πολύ από αυτά”.

Την ίδια στιγμή έγινε σύντομος σεισμός γύρω από τον τύμβο και παρουσιάστηκε ένας νέος πεντάπηχος ντυμένος με Θεσσαλική χλαμύδα. Η μορφή του δεν φαινόταν αλαζονική, όπως θεωρείται από μερικούς ο Αχιλλέας. Αν και φαινόταν φοβερός, δεν είχε χάσει τη λάμψη του προσώπου του’ όσο γι α την ομορφιά του, μου φαίνεται πως δεν έχει ακόμα βρει αντάξιο επαινετή, παρ’ όλο που πολλά ειπώθηκαν από τον Όμηρο σχετικά γιατί πραγματικά δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια και μάλλον θα την υποτιμήσει όποιος προσπαθήσει να την εξυμνήσει, παρά θα την τιμήσει όπως της αξίζει. Όταν τον πρωτοείδα, μου φάνηκε τόσος όσο είπα, αλλά συνέχισε να ψηλώνει κι έγινε διπλάσιος και παραπάνω, μέχρι που μου φάνηκε δωδεκάπηχος, όταν πήρε την ολοκληρωμένη μορφή του, και η ομορφιά μεγάλωνε συνέχεια μαζί με τις διαστάσεις του.

 Έλεγε ότι ποτέ δεν κόβει τα μαλλιά του, αλλά τα κρατάει άθικτα για τον Σπερχειό, γιατί απ’ όλους τους ποταμούς πρώτον αυτόν θεωρούσε, αλλά τα γένια του μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν. 

Απευθυνόμενος σε μένα μου είπε: «Χαίρομαι που σε συνάντησα, γιατί από παλιά ήθελα να συναντήσω τέτοιον άνδρα. Οι Θεσσαλοί εδώ και πολύ καιρό δεν φέρνουν προσφορές στον τάφο μου. Βέβαια απαξιώ ως τώρα να θυμώσω. Διότι, αν θυμώσω, θα τους βρει συμφορά χειρότερη απ’ αυτή που βρήκε κάποτε εδώ τους Έλληνες. Μόνο συμβουλεύω με επιείκεια να μην παραμελούν τα πρέποντα και θεωρηθούν χειρότεροι από τούτους εδώ τους Τρώες που, αν και έχασαν εξαιτίας μου τόσους άνδρες, μου προσφέρουν θυσίες δημόσια και την πρώτη σοδειά από τα προϊόντα κάθε εποχής και με κλαδί ελιάς ζητούν συμφιλίωση, που όμως ποτέ δεν θα αποδεχτώ.

Η αθέτηση των όρκων τους σε μένα δεν θα επιτρέψει ποτέ στο Ίλιο να ξαναβρεί την παλιά του μορφή ούτε να ακμάσει, κάτι που πέτυχαν άλλες κατεστραμμένες πόλεις. Η κατάσταση του δεν θα γίνει ποτέ καλύτερη απ’ ό,τι θα ήταν, αν είχε κυριευτεί μόλις χθες. Για να μην έχουν την ίδια μοίρα και οι Θεσσαλοί, φρόντισε να αναφέρεις στη συνέλευση τους όσα σου είπα”. “Θα πάω και θα τους τα πω”, του απάντησα, “γιατί σκοπός μου είναι να τους σώσω’ όμως κι εγώ, Αχιλλέα θέλω κάτι από σένα”. “Καταλαβαίνω”, μου είπε, “και είναι ολοφάνερο πως θες να ρωτήσεις κάτι σχετικά με τα Τρωικά.”

Ρώτησέ με λοιπόν πέντε πράγματα, όποια θες και επιτρέπουν κι οι Μοίρες”. Ρώτησα πρώτα πρώτα αν ενταφιάστηκε, όπως λένε οι ποιητές. “Κείτομαι νεκρός εδώ”, μου είπε, όπως ήταν το πιο ευχάριστο για μένα και τον Πάτροκλο. Πεθάναμε πολύ νέοι και η στάχτη και των δυο μας βρίσκεται μέσα σε χρυσό αμφορέα σαν να είμαστε ένα. Σχετικά με τους θρήνους των Μουσών και των Νηρηίδων, που λένε πως έγιναν για χάρη μου, έχω να πω το εξής. Οι Μούσες ποτέ δεν ήρθαν εδώ, ενώ οι Νηρηίδες ακόμη συχνάζουν”.

Στη συνέχεια ρώτησα αν η Πολυξένη σφάχτηκε πάνω από τον τάφο του και μου είπε ότι αυτό είναι αλήθεια, αλλά ότι δεν σφάχτηκε από τους Αχαιούς, μόνο ήρθε με τη θέληση της στον τύμβο και δίνοντας μεγάλη αξία στον έρωτα αυτής κι εκείνου, έπεσε πάνω σε όρθιο σπαθί.

Η τρίτη ερώτηση ήταν αν πράγματι η Ελένη είχε έρθει στην Τροία ή αν όλα αυτά είναι υποθέσεις του Ομήρου. “Για πολύ καιρό” , μου είπε, ”εξαπατώμαστε στέλνοντας απεσταλμένους στους Τρώες και πολεμώντας για χάρη της, γιατί νομίζαμε πως ήταν εκεί, όμως αυτή  βρισκόταν στην Αίγυπτο, στο σπίτι του Πρωτέα, από τότε που την άρπαξε ο Πάρης.  Όταν πειστήκαμε για την αλήθεια συνεχίσαμε να πολεμάμε για την ίδια την Τροία, για να μη φύγουμε ντροπιασμένοι”.

Τόλμησα και τέταρτη ερώτηση και είπα ότι είναι άξιο απορίας, πώς η Ελλάδα έβγαλε τόσο πολλούς και σπουδαίους άνδρες όσους αναφέρει ο Όμηρος συγκεντρωμένους στον πόλεμο κατά της Τροίας. Ο Αχιλλέας είπε: “Ούτε και οι βάρβαροι υστερούσαν πολύ από μας, τόσο η αρετή άνθησε σε όλη τη γη”. Η πέμπτη ερώτηση ήταν: Τι συνέβη και ο Όμηρος αγνοεί τον Παλαμήδη ή μήπως τον γνώριζε και τον κράτησε έξω από την ιστορία σας; “Αν ο Παλαμήδης” , μου απάντησε, “δεν ήρθε στην Τροία, τότε ούτε η Τροία υπήρξε ποτέ.

omadaorfeas / Image by Stefan Keller from Pixabay