Kaspar Hauser: Ο χρονοταξιδιώτης και ο χρονοφύλακας που τον είχε στόχο

Είναι εφικτό το ταξίδι στο χρόνο; Πρόκειται για ένα θέμα που προβληματίζει την ανθρώπινη νόηση επί αιώνες. «Η απάντηση είναι οπωσδήποτε καταφατική» δηλώνει ο διακεκριμένος θεωρητικός φυσικός Πολ Ντέιβις.

Με επιστημονική ακρίβεια και πηγαίο χιούμορ, συνεχίζει «για να επισκεφθούμε το μέλλον, το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μια μικρή βοήθεια από την βαρύτητα κι ένα διαστημόπλοιο που να μπορεί να ταξιδέψει με ταχύτητα λίγο μικρότερη από εκείνη του φωτός. Όσο για την επιστροφή στο παρελθόν, ο καλύτερος τρόπος είναι να βρούμε μια γειτονική διαβατή σκουληκότρυπα».

Όμως, το ταξίδι στον χρόνο, ξεχειλίζει από «παράδοξα», στην καρδιά των οποίων βρίσκεται το πρόβλημα της αιτιότητας, αυτό που συνέβη χθες επηρεάζει αυτό που συμβαίνει σήμερα. Το πιο γνωστό από τα παράδοξα των ταξιδιών στο Χρόνο είναι εκείνο όπου ο ταξιδιώτης επιστρέφει στο παρελθόν και δολοφονεί την μητέρα του. Μόνο που οι αρχές του ντετερμινισμού βρίσκουν εφαρμογή στην Ευκλείδεια Γεωμετρία … χμ! δεν μας λένε τι συμβαίνει στις Μη Ευκλείδειες Γεωμετρίες. Το ευθέως αντίθετο της αιτιοκρατίας πρεσβεύει η αναιτιοκρατία ή ιντετερμινισμός.

Η αναιτιοκρατία είναι ιδιαίτερα συναφής με το φιλοσοφικό πρόβλημα της ελεύθερης θέλησης, ιδιαίτερα με την μορφή μεταφυσικής ελευθεριαρχίας. Στην επιστήμη, και πιο συγκεκριμένα στην κβαντική θεωρία της φυσικής, η αναιτιοκρατία είναι η απόδειξη ότι κανένα γεγονός δεν είναι σίγουρο κι ολόκληρο, το αποτέλεσμα είναι ΠΙΘΑΝΟ. Οι σχέσεις αβεβαιότητας του Χάιζενμπεργκ και ο «κανόνας των γεννημένων», που προτάθηκε από τον Μαξ Μπορν αποτελούν σημεία εκκίνησης για να υποστηρίξουν την αναιτιοκρατική φύση του σύμπαντος. Η αναιτιοκρατία υποστηρίζεται επίσης από τον Σερ Άρθουρ Έντινγκτον και τον Μάρεϊ Γκελ-Μαν. Η αναιτιοκρατία έχει προωθηθεί από την έκθεση του Γάλλου βιολόγου Ζακ Μονόντ με τίτλο «Ευκαιρία και Ανάγκη». Ο φυσικός-χημικός Ιλιά Πριγιόγκιν απέδειξε την αναιτιοκρατία σε σύνθετα συστήματα.

Η μη ευκλείδεια Γεωμετρία: Πριν παρουσιαστούν τα μοντέλα ενός μη ευκλείδειου επίπεδου από τους Beltrami, Klein, και Poincaré, η Ευκλείδεια Γεωμετρία ήταν αδιαμφισβήτητη ως το μαθηματικό μοντέλο του χώρου. Επιπλέον, δεδομένου ότι η ουσία του θέματος στην συνθετική γεωμετρία ήταν ένα κύριο έκθεμα του ορθολογισμού, η Ευκλείδεια άποψη εκπροσωπούσε την απολυτή εξουσία. Η ανακάλυψη των Μη Ευκλείδειων Γεωμετριών είχε πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις που πήγαν πολύ πέρα από τα όρια των μαθηματικών και της επιστήμης.

Η θεραπεία της ανθρώπινης γνώσης του φιλοσόφου Ιμμάνουελ Καντ είχε έναν ιδιαίτερο ρόλο για την Γεωμετρία. Ήταν το χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύνθεσης πριν από την γνώση που δεν προέρχονταν από τις αισθήσεις μας, ούτε προκύπτουν από την λογική -η γνώση μας για τον Χώρο ήταν μια αλήθεια με την όποια γεννηθήκαμε. Δυστυχώς για τον Kant, η αντίληψη του γι’ αυτήν την αναλλοίωτη αληθινή Γεωμετρία ήταν Ευκλείδεια. Ακόμα και η θεολογία επηρεάστηκε από την αλλαγή από την απολυτή αλήθεια στην σχετική αλήθεια στα μαθηματικά, που ήταν αποτέλεσμα της αλλαγής του παραδείγματος. Η ύπαρξη Μη Ευκλείδειων Γεωμετριών επηρέασε την πνευματική ζωή της Βικτωριανής Αγγλίας με πολλούς τρόπους και συγκεκριμένα ήταν από τους κυριότερους λογούς που προκάλεσαν την επανεξέταση της διδασκαλίας της Γεωμετρίας με βάση τα στοιχειά του Ευκλείδη. Το θέμα αυτό του προγράμματος σπουδών ήταν πολυσυζητημένο την εποχή εκείνη κι έγινε το θέμα μιας παράστασης «Ο Ευκλείδης και οι σύγχρονοι ανταγωνιστές του» γραμμένο από τον Λιούις Κάρολ, συγγραφέα της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων».

Το παιδί της Ευρώπης Kaspar Hauser.

Ένα από τα περίεργα αινίγματα της ιστορίας -για τους αδαείς- είναι η ξαφνική εμφάνιση ενός νεαρού που έλεγε ότι μεγάλωσε έγκλειστος αν και ήταν απόγονος του βασιλικού οίκου της Γερμανίας. Ο Kaspar Hauser (Κάσπαρ Χάουζερ) ήταν ένα 16χρονο παιδί που βρέθηκε στην Γερµανία, µέσα στο δάσος. Βρέθηκε – δεν ήρθε. Και µεγαλωµένο πια, παλικάρι, δεν ήξερε να µιλήσει καθόλου καµιά ανθρώπινη γλώσσα. Όχι πως ήταν βουβό – να µιλήσει δεν ήξερε. Φαινόταν δηλαδή πως είχε ζήσει χωρίς τους ανθρώπους, µακριά τους, δεν είχε µιλήσει µε τους ανθρώπους, δεν τους ήξερε. Κανένας δεν έµαθε πώς έζησε τόσα χρόνια, πού κρυβόταν, πως δεν βρήκε ποτέ τους ανθρώπους, γιατί κι από ποιόν δολοφονήθηκε.

Η παράξενη ιστορία του Kaspar Hauser εξακολουθεί να είναι ευρέως γνωστή στις Γερμανόφωνες χώρες, ακόμα και αν είναι σχετικά άγνωστη αλλού. Με το πέρασμα των χρόνων, το μυστήριο και οι ασάφειές του άνοιξαν τον δρόμο για πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Ετσι γι’ άλλους ο Hauser ήταν μια αθώα ψυχή την οποία χειραγώγησε ο περίγυρός του, ενώ γι’ άλλους ήταν ένας πανούργος που εκμεταλλεύτηκε την κατάστασή του. Η ιστορία έχει παρουσιαστεί στους τυφλούς-πιστούς, σαν μια βασιλική συνωμοσία με μωρά που τα αντάλλαξαν στην γέννα οι σφετεριστές του οίκου των Μπάντεν. Κανείς δεν τολμάει να μιλήσει δημόσια για Χρονταξιδιώτη· κάτι που φυσικά είναι γνωστό μονάχα …πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες.

Βάλε το email σου στην φόρμα για να λαμβάνεις τα άρθρα μας.

Η 26η Μαίου 1828 ήταν αργία και οι δρόμοι της Νυρεμβέργης ήταν σχεδόν άδειοι. Νωρίς το απόγευμα ο Georg Weickmann, ένας τσαγκάρης που ζούσε στην πλατεία Unschlitt, είδε ένα παράξενο αγόρι 15-18 χρονών, ντυμένο με ρούχα χωρικού, να περπατά περίεργα, σαν να ‘ταν μεθυσμένο. Ο τσαγκάρης το πλησίασε και το αγόρι του έτεινε ένα σφραγισμένο φάκελο ο οποίος απευθυνόταν «στον Αξιότιμο Διοικητή της 4ης Ίλης, του 6ου Συντάγματος Ελαφρού Ιππικού, στην Νυρεμβέργη». Ετσι τέθηκε σε κίνηση ένα μυστήριο, το οποίο, παρά την έντονη κι εξονυχιστική έρευνα και τα πολλά πρόσφατα τεστ DNA, αντέχει στον Χρόνο. Μόλις έφτασε στην Νυρεμβέργη, ο Χάουζερ ζήτησε να τον οδηγήσουν στο σπίτι του λοχαγού Wessenig ενός συντάγματος ιππικού που ήταν εγκατεστημένο στην πόλη.

Ο Weickmann πήγε το παράξενο αγόρι στον σπίτι του διοικητή. Οι υπηρέτες τους προσέφεραν φαγητό και ποτό, όμως το αγόρι δεν κατάπινε την μπύρα και το λουκάνικο που του έδωσαν, δείχνοντας να μην ξέρει τί είναι. Δέχτηκε μόνο ένα λιτό γεύμα από μαύρο ψωμί και νερό, το οποίο και έφαγε με ιδιαίτερη βουλιμία, αν και φαινόταν να μην ξέρει να χρησιμοποιήσει σωστά τα δάχτυλά του. Επίσης έδειχνε να πονά και έκλαιγε συνεχώς δείχνοντας τα πόδια του. Ο Weickmann και οι υπηρέτες προσπάθησαν να του μιλήσουν, όμως τα μόνα λόγια που του απέσπασαν ήταν μια συνεχής επανάληψη των φράσεων «δεν ξέρω» και «θέλω να γίνω καβαλάρης, όπως και ο πατέρας μου». Τελικά, μην μπορώντας να συνεννοηθούν, τον έβαλαν στο στάβλο να κοιμηθεί.

O διοικητής, ο λοχαγός Wessenig, δεν κατόρθωσε, όπως και όλοι οι άλλοι νωρίτερα, να συνεννοηθεί μαζί του, και μην ξέροντας τί άλλο να κάνει, πήγε το αγόρι στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, οι αστυνομικοί προσπάθησαν και αυτοί να μιλήσουν με το αγόρι, όμως το μόνο που αυτό τους έλεγε ήταν «δεν ξέρω», ή «πηγαίνετε με σπίτι». Έδειχνε να μην αντιδρά σε οποιοδήποτε ερέθισμα, σαν να βρισκόταν σε μια κατάσταση λήθαργου ή έκστασης, κι όταν ένας αστυνομικός του έδωσε ένα νόμισμα για να παίξει ενθουσιάστηκε και άρχισε να φωνάζει «Άλογο! Άλογο!». Ένας αστυνομικός είχε την φαεινή ιδέα να του δώσει χαρτί και μελάνι και να του πει να γράψει. Προς έκπληξη όλων έγραψε το όνομα «Kaspar Hauser», με αυστηρά, ευδιάκριτα γράμματα.

Ο Kaspar είχε ύψος περίπου 1,60, καστανά σγουρά μαλλιά και ήταν γεροδεμένος με φαρδείς ώμους. Το δέρμα του ήταν πολύ ανοικτό και απαλό, παρότι δεν έδειχνε ασθενικός, τα χέρια του μικρά και απαλά και τα όλο φουσκάλες πόδια του υποδήλωναν πως δεν είχε ποτέ του φορέσει παπούτσια. Είχε μια πληγή στο δεξί του χέρι και ένα σημάδι «εμβολίου», που ίσως, υποδήλωνε καταγωγή από την ανώτερη τάξη. Φορούσε ένα στρογγυλό καπέλο χωρικού, ένα ζευγάρι παλιά ημιμποτάκια με ψηλά τακούνια τα οποία δεν του έκαναν, ένα μαύρο μεταξωτό μαντήλι, γκρίζο πανωφόρι και παντελόνι. Είχε πάνω του ένα άσπρο μαντήλι όπου ήταν ραμμένα με κόκκινη κλωστή τα αρχικά Κ.Η. ένα, πιθανότατα, γερμανικής κατασκευής κλειδί, ένα μικρό φάκελο με χρυσόσκονη (!!) κι ένα κεράτινο κομπολόι. Στις τσέπες του υπήρχαν επίσης μερικά γράμματα, κάποια έντυπα θρησκευτικά κείμενα, μεταξύ των οποίων και ένα μικρό εγχειρίδιο με τίτλο «Η τέχνη της αντικατάστασης του χαμένου χρόνου και των ετών που ξοδεύτηκαν άσκοπα» ένας εξαιρετικά περίεργος τίτλος.

Εγκλεισμός στον Πύργο της πύλης Vetsner

Ο κ. Paul Johann Anselm Ritter von Feuerbach, πρόεδρος του Βαυαρικού εφετείου, άρχισε να διερευνά την υπόθεση. Ο Hauser υιοθετήθηκε επίσημα από την πόλη της Νυρεμβέργης και τα χρήματα δωρήθηκαν για την συντήρηση και την εκπαίδευσή του.  Ο Kaspar οδηγήθηκε στον πάνω όροφο του πύργου της πύλης Vetsner, φυλασσόμενος από ένα συμπαθητικό αλλά περίεργο φύλακα, τον Andreas Hiltel. Του δόθηκε επίσης και η φροντίδα του καθηγητή Friedrich Daumer, ενός ικανότατου ιατρού και φιλόσοφου, που τον δίδαξε και που έτσι ανακάλυψε το ταλέντο του για το σχέδιο. Φάνηκε ν’ ανθίζει σ’ αυτό το φιλικό και στοργικό περιβάλλον. Ο Daumer τον υπέβαλε σε ομοιοπαθητικές και μαγνητικές θεραπείες.

Όπως είπε αργότερα ο Feuerbach «Όταν ο καθηγητής Daumer κρατούσε τον Βόρειο Πόλο προς αυτόν, ο Kaspar έβαζε το χέρι του στον λάκκο του στομάχου του και, ζωγραφίζοντας το γιλέκο του προς τα έξω, είπε ότι έτσι τον έσυρε εδώ κι ότι ένα ρεύμα αέρα φάνηκε να προχωρά προς αυτόν, ο Νότιος Πόλος τον επηρέαζε λιγότερο δυναμικά και τον έσκαγε». 

Ο Kaspar σύντομα έγινε καλός φίλος με την τρίχρονη κόρη και τον εντεκάχρονο γιο του Hiltel. Ο γιος του Hiltel δίδαξε στον Kaspar το αλφάβητο και να ζωγραφίζει, και «κυριολεκτικά του έμαθε να μιλάει», όπως συνήθιζε να λέει ο Hiltel. Κατόπιν ο Kaspar μεταφέρθηκε στον κάτω όροφο, όπου ζούσαν ο Hiltel και η οικογένειά του. Εκεί ο Hiltel παρατήρησε διάφορα παράξενα στο αγόρι. Η γκάμα των εκφράσεων του προσώπου του περιοριζόταν σε ένα αθώο χαμόγελο, ενώ δεν έδειχνε καμία ντροπή όταν τον έπλεναν αυτός και η γυναίκα του, δείχνοντας να μην αντιλαμβάνεται την διαφορά μεταξύ των φύλων. Όπως είπε ο Kaspar, ξεχώριζε τους άνδρες από τις γυναίκες μόνο από τα διαφορετικά ρούχα.

Τα γράμματα που είχε πάνω του ο Kaspar εξετάσθηκαν από τις αρχές. Ένα από αυτά ήταν «Από τον οικότροφο της Βαυαρίας», γραμμένο σε γλώσσα που έμοιαζε με Βαυαρική διάλεκτο. Ανέφερε πώς ο αποστολέας έστελνε στον διοικητή ένα παιδί που ήθελε να υπηρετήσει πιστά το Βασιλιά του, ως στρατιώτης. Το αγόρι είχε εγκαταλειφθεί στον αποστολέα, «ένα φτωχό μεροκαματιάρη», στις 7 Οκτωβρίου 1812. Η μητέρα του αγοριού του είχε ζητήσει να το μεγαλώσει, όμως αυτός, ήδη με δέκα δικά του παιδιά, είχε αρκετά προβλήματα. Το γράμμα συνέχιζε λέγοντας ότι το αγόρι ήταν πάντοτε περιορισμένο μέσα στο σπίτι και πώς αν οι γονείς του είχαν ζήσει, ίσως να είχε την ευκαιρία να αποκτήσει μια καλή μόρφωση, καθώς φαινόταν πώς μάθαινε γρήγορα και μπορούσε να κάνει οτιδήποτε αν κάποιος του το έδειχνε μια φορά. Είχε διδάξει το παιδί γραφή κι ανάγνωση και σημείωνε πώς «έχει σχεδόν τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα μ’ εμένα». Το γράμμα έκλεινε: «Αν δεν μπορείτε να τον κρατήσετε, σφάξτε τον ή κρεμάστε τον από την καπνοδόχο». Το γράμμα ήταν ενυπόγραφο μα κρατήθηκε μυστική η υπογραφή κι έφερε ημερομηνία συγγραφής το 1828.

Ενα δεύτερο γράμμα, αυτό που πιθανόν, είχε δοθεί στον φτωχό κηδεμόνα του αγοριού, μαζί με τον Kaspar, είχε ημερομηνία του 1812 και είχε γραφτεί από την μητέρα του παιδιού. Ανέφερε πώς το παιδί είχε γεννηθεί στις 30 Απριλίου του 1812 και είχε βαπτιστεί με το όνομα Kaspar. Ο πατέρας του Kaspar ήταν νεκρός, και είχε υπηρετήσει ως στρατιώτης στο ιππικό, κι όταν το αγόρι θα γινόταν 17 ετών, ο κηδεμόνας του έπρεπε να το πάει στο 60 Σύνταγμα Ιππικού στην Νυρεμβέργη, την μονάδα στην οποία ανήκε κι ο πατέρας του. Η μητέρα αυτοχαρακτηριζόταν «ένα φτωχό κορίτσι που δεν μπορεί να θρέψει το αγόρι». Υπήρχαν κι άλλες δύο επιστολές που όμως δεν έγινε γνωστό (γιατί άραγε) το περιεχόμενο τους.

Μια πιο προσεκτική εξέταση των δύο επιστολών έδειξε πως είχαν πιθανότατα γραφτεί από το ίδιο χέρι, με το ίδιο μελάνι και πάνω στο ίδιο είδος χαρτιού.

Στην αρχή ο Kaspar ήταν δυστυχισμένος στο νέο περιβάλλον του και για περίπου μια εβδομάδα έκλαιγε συχνά. Η επίσημη ιατρική γνωμάτευση αποφάνθηκε πώς το παιδί δεν ήταν ούτε τρελό, ούτε διανοητικά καθυστερημένο, αλλά είχε αποκοπεί από κάθε ανθρώπινη επαφή και κοινωνική συναναστροφή. Επίσης επεσήμανε μια ανωμαλία στα οστά των γονάτων του, αποτέλεσμα, πιθανότατα, του ότι σπανίως στεκόταν όρθιο. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο Kaspar ένιωθε πιο άνετα την νύχτα και είχε εξαιρετικά καλή όραση στο σκοτάδι. Όλα αυτά έμοιαζαν να επαληθεύουν τα περιεχόμενα της πρώτης επιστολής, ότι ο Kaspar ήταν περιορισμένος σε κλειστό χώρο και είχε πολύ μικρή, αν όχι καθόλου, επαφή με τον έξω κόσμο.

Η διατροφή του συνέχιζε να αποτελείται από νερό και μαύρο ψωμί, καθώς το στομάχι του δεν μπορούσε να δεχτεί τίποτε άλλο. Ηταν πάντοτε πολύ ευγενικός και καλός και δεν μπορούσε να κάνει κακό. Οι αντιδράσεις του υποδήλωναν πώς ουσιαστικά για πρώτη φορά αντίκριζε την ζωή. Ενθουσιασμένος από το φώς ενός κεριού, έκαψε το χέρι του προσπαθώντας να αγγίξει την φλόγα. Όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα καθρέφτη, προσπαθούσε να αγγίξει το είδωλό του και κοίταξε πίσω από τον καθρέφτη για να βρεί τον άνθρωπο που πίστευε πώς κρυβόταν εκεί. Οποιοδήποτε γυαλιστερό αντικείμενο του τραβούσε την προσοχή και έκλαιγε σαν μωρό όταν δεν του επιτρεπόταν να το πάρει.

Στην αρχή ο Kaspar δεν είχε αντίληψη περί ανθρώπων και ζώων. Δεν ήξερε τίποτε άλλο πέρα από «αγόρια» εννοώντας τον εαυτό του και τον άνθρωπο που τον φρόντιζε, και «άλογο», οποιοδήποτε παιχνίδι με το οποίο έπαιζε. Ονόμαζε όλα τα ζώα «άλογο» και ενώ αγαπούσε τα ανοιχτόχρωμα ζώα, φοβόταν πάρα πολύ αυτά που είχαν σκούρα χρώματα. Του είχαν δώσει μερικά μικρά αλογάκια με τα οποία έπαιζε για ώρες ολόκληρες μέσα στο δωμάτιό του, χωρίς να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε γινόταν γύρω του. Σύντομα βαρέθηκε αυτά τα παιχνίδια και άρχισε να ζωγραφίζει, και να κρεμάει τα «έργα» του στους τοίχους.

Καθώς ο Kaspar εμπλούτιζε το λεξιλόγιό του, άρχισαν να γίνονται γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες για την ζωή του. Στην Αυτοβιογραφία του που γράφτηκε το 1829 γράφει πώς είχε μεγαλώσει σε ένα μικρό «κλουβί» 2-3 μέτρα μήκος, 1,5 μέτρα πλάτος και μόλις 1,8-2,0 μέτρα ύψος. Τα δύο παράθυρα που υπήρχαν ήταν κλειστά με σανίδες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σχεδόν καθόλου φως κι ο Κασπάρ δεν είχε δει τον ήλιο. Το ταβάνι ήταν ουσιαστικά δύο μεγάλες ξύλινες τάβλες, καρφωμένες και δεμένες μεταξύ τους. Η είσοδος ήταν μια μικρή κλειδωμένη πόρτα την οποία δεν του επέτρεψαν ποτέ να περάσει.

Κοιμόταν σε ένα στρώμα από άχυρα, με μια μάλλινη κουβέρτα, ενώ για τις σωματικές του ανάγκες χρησιμοποιούσε μια τρύπα και ένα κουβά. Δεν είδε ποτέ τον άνθρωπο που τον κρατούσε κλεισμένο εκεί, καθώς όταν αυτός έμπαινε στο κλουβί ο Κασπάρ έπρεπε να έχει γυρισμένη την πλάτη του. Ποτέ δεν κοιμήθηκε ξαπλωμένος, αλλά πάντα καθιστός με την πλάτη στα τοιχώματα του «κλουβιού» και τα πόδια απλωμένα μπροστά του. Κάθε πρωί έβρισκε μια κανάτα νερό και ένα κομμάτι ψωμί. Μερικές φορές το νερό είχε μια πικρή γεύση. Εκείνες τις μέρες ο Κασπάρ αποκοιμιόταν αμέσως και όταν ξυπνούσε του είχαν αλλάξει ρούχα και είχαν κόψει τα μαλλιά και τα νύχια του. Σε αυτές τις περιπτώσεις το νερό μάλλον περιείχε όπιο, κάτι που επιβεβαιώθηκε όταν ο γιατρός έριξε μερικές σταγόνες όπιο μέσα στο νερό του και ο Κασπάρ επιβεβαίωσε πώς αυτή ακριβώς ήταν η γεύση.

Σχέδιο μολυβιού από τον Kaspar Hauser το 1829

Κατά την διάρκεια της κράτησης του, του είχαν δώσει δύο λευκά ξύλινα αλογάκια, ένα ξύλινο σκυλάκι και μερικές κόκκινες κορδέλες για να παίζει. Όπως κάθε μικρό παιδί πίστευε πώς τα ζώα αυτά ήταν ζωντανά και τους μιλούσε. Ακόμα και μετά από αρκετούς μήνες παραμονής στην Νυρεμβέργη δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τα ζώα-παιχνίδια δεν ήταν αληθινά. Είπε επίσης πώς ποτέ δεν αρρώστησε, ενώ ένιωσε πόνο μόνο μια φορά, όταν ο δεσμοφύλακάς τον χτύπησε με ένα ραβδί επειδή έκανε πολύ φασαρία. Τα σημάδια από αυτό το χτύπημα στο δεξιό του αγκώνα ήταν Ο ίδιος δεν είχε αίσθηση του πόσο καιρό ήταν στο κλουβί, ούτε κάποια αίσθηση του χρόνου γενικότερα.

Μια μέρα, ο δεσμοφύλακάς του, τον οποίο ο Kaspar αποκαλούσε ο «Άνθρωπος», μπήκε στο κελί του ξυπόλυτος και κακοντυμένος. Έδωσε στον Kaspar μερικά βιβλία και του είπε πώς θα έπρεπε να μάθει να γράφει και να διαβάζει, ώστε να πάει στον πατέρα του που ήταν ιππέας και να γίνει και ο ίδιος ιππέας. Ο Kaspar έμαθε λίγο να διαβάζει, να γράφει το όνομά του και να λέει «θέλω να γίνω στρατιώτης, όπως ήταν και ο πατέρας μου». Έμαθε επίσης να στέκεται όρθιος, ενώ προειδοποιήθηκε να μην προσπαθήσει να βγει έξω από το «δωμάτιό» του γιατί ο Θεός θα θύμωνε και θα τον τιμωρούσε.

Μια νύχτα ο άνδρας εμφανίστηκε και του είπε πώς έπρεπε να φύγουν. Ο Kaspar δεν ήθελε να πάει μαζί του, όμως τελικά πείσθηκε, με υποσχέσεις ότι θα έβλεπε τον πατέρα του και θα γινόταν κι αυτός ιππέας. Ο Άνθρωπος σήκωσε τον Kaspar στους ώμους του και τον κουβάλησε έξω. Τον μετέφερε έτσι μέχρι το ξημέρωμα. Ο Kaspar, τυφλωμένος από το φώς της ημέρας κι εξαιτίας μιας μικρής δόσης οπίου, λιποθύμησε κι ο Άνθρωπος συνέχισε την πορεία κουβαλώντας τον. Αργότερα, τον άφησε κάτω και του έμαθε να περπατάει, κάτι που ήταν δύσκολο για τον Kaspar ο οποίος ήταν ξυπόλυτος, με πολύ ευαίσθητα πόδια. Την τρίτη μέρα ο Άνθρωπος έδωσε στον Kaspar καθαρά ρούχα και του έμαθε μερικές προσευχές.

Κατά την διάρκεια του ταξιδιού έτρωγαν μόνο ψωμί με νερό. Σε όλη την διαδρομή ο Kaspar είχε κατεβασμένο το κεφάλι του, όπως του είχε πει ο συνοδός του, ώστε να μην σκοντάψει, με αποτέλεσμα να μην έχει σαφείς αναμνήσεις από τα μέρη που πέρασαν. Όταν είχαν φτάσει κοντά στην Νυρεμβέργη, έδωσε στον Kaspar το γράμμα για τον Διοικητή και του είπε να προχωρήσει προς το «μεγάλο χωριό» και ότι ο ίδιος θα ερχόταν αργότερα. Έτσι ο Kaspar μπήκε μόνος του στην πόλη της Νυρεμβέργη και συνάντησε τον τσαγκάρη.

Η κηδεμονία του Daumer

Μεταξύ των ανθρώπων που συναντήθηκαν με τον Kaspar και ασχολήθηκαν με την υπόθεσή του ήταν και ο δικαστικός, και διάσημος εγκληματολόγος, Anselm Ritter von Feuerbach. Οι έρευνες των αρχών, αναμενόμενα, δεν κατέληγαν πουθενά, κανένας δεν ήξερε ποιός ήταν και από πού είχε έρθει. Ο Feuerbach εκτιμώντας πώς αν το παιδί παρέμενε περισσότερο στον Πύργο θα τρελαινόταν και σε συνεργασία με τις αρχές αποφάσισαν ο Kaspar να δοθεί σε κάποια οικογένεια η οποία θ’ αναλάμβανε την κηδεμονία του. Έτσι, στις 18 Ιουλίου του 1828 παραδόθηκε στον George Friedrich Daumer, καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος είχε εξαιρετική φήμη για τις εργασίες του στην φιλοσοφία και την μεθοδολογία της εκπαίδευσης και είχε εντυπωσιαστεί από μια συνάντησή του με τον Kaspar, περίπου 2 εβδομάδες μετά την άφιξη του παιδιού στη Νυρεμβέργη. Ο Daumer άρχισε την διδασκαλία του Κασπάρ και φρόντισε να κρατά ημερολόγιο των επαφών του με το παιδί.

Λίγους μήνες αργότερα ο Κασπάρ είχε προοδεύσει αρκετά ώστε να μπορεί να εκφράζεται με τρόπο κατανοητό, να μπορεί να διακρίνει μεταξύ έμψυχων όντων και άψυχων αντικειμένων. Κάτω από την κηδεμονία και την καθοδήγηση του Daumer ο Κασπάρ άρχισε να εξελίσσεται σε ένα υγιή, έξυπνο και σχεδόν φυσιολογικό έφηβο, μαθαίνοντας γρήγορα καλά Γερμανικά, αν και με ελαφρώς ξενική προφορά. Επίσης ανέπτυξε την αίσθηση του χιούμορ, έγραφε γράμματα και μικρά δοκίμια και αποδείχθηκε εξαιρετικός ιππέας, ενασχόληση στην οποία επιδιδόταν για ατέλειωτες ώρες.

Η παράλληλη ψυχολογική του ανάπτυξη του δημιούργησε και ερωτηματικά για την πρότερη διανοητική του κατάσταση. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς, κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του, δεν τον απασχολούσαν ζητήματα όπως η ζωή έξω από το κλουβί του, η προέλευση του ψωμιού και του νερού που του προσέφεραν. Ξεκίνησε να γράφει την αυτοβιογραφία του, γεγονός που αποτέλεσε είδηση που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες. Άρχισε να τρώει κρεατόζουμο και η υγεία του βελτιώθηκε σημαντικά. Αποδείχθηκε πώς είχε μια φωτογραφική μνήμη που του επέτρεψε να μάθει γρήγορα γραφή κι ανάγνωση, να ζωγραφίζει και να παίζει πιάνο. Η άποψη όσων τον επισκέπτονταν ήταν πώς ο Kaspar μάλλον θυμόταν παρά μάθαινε εξ’ αρχής, να μιλά, γεγονός που δημιούργησε την εκτίμηση πώς είχε φυλακιστεί σε ηλικία μεταξύ 2 και 4 ετών.

Η ιστορία του Kaspar τον είχε κάνει πλέον διάσημο όχι μόνο στην πόλη της Νυρεμβέργης, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έγινε γνωστός ως «Το παιδί της Ευρώπης». Εκατοντάδες άνθρωποι ερχόντουσαν να τον επισκεφτούν, δικηγόροι, γιατροί, δάσκαλοι, δημόσιοι λειτουργοί, και πολλοί από αυτούς πίστευαν πώς η ταυτότητά του είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Πολλά άρθρα δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες της εποχής, με διαφορετικές κι εντέχνως αντικρουόμενες κι αντιφατικές υποθέσεις για την καταγωγή του. Ετσι δουλεύει η Προπαγάνδα των εφημερίδων (σήμερα και του ιντερνέτ) υφαίνοντας το πέπλο του μυστηρίου για να φυλάξει καλά τα μυστικά της από την όποια, αντίληψη των τυφλών-πιστών.

Η παράξενη απόπειρα δολοφονίας. «Οι πολλές γάτες είναι ο θάνατος του ποντικού».

Την Κυριακή 17 Οκτωβρίου 1829, ένας άγνωστος άντρας ντυμένος στα μαύρα εισέβαλε στο σπίτι του Daumer και επιτέθηκε στον Κασπάρ που καθόταν μόνος του, με ένα μαχαίρι, πληγώνοντάς τον στο μέτωπο. Το χτύπημα του αγνώστου προοριζόταν για το λαιμό του αγοριού, όμως ο Κασπάρ έσκυψε για να προστατευθεί και το δέχτηκε στο μέτωπο. Ο Κασπάρ έτρεξε να κρυφτεί στο υπόγειο του σπιτιού κι εκεί λιποθύμησε. Όταν τον βρήκαν, έδειχνε να βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση σοκ και φώναζε: «Γιατί σκοτώσεις εμένα; Ποτέ δε σου έκανα τίποτα. Μην σκοτώσεις εμένα! Παρακαλώ να μην με κλειδώσεις ξανά. Ποτέ δεν με άφησες από την φυλακή μου, μην σκοτώσεις! Εσύ με σκοτώσεις πριν καταλάβω τι είναι η ζωή. Πρέπει να μου πεις γιατί με κλείδωσες!».

Συνήλθε και είπε πως ο άντρας που του επιτέθηκε φορούσε μαύρο μεταξωτό μαντήλι που κάλυπτε το πρόσωπό του και μαύρο καπέλο. Ανέφερε πως ο άντρας του είπε: «Πρέπει να πεθάνεις πριν φύγεις από την Νυρεμβέργη». Η μπάσα χαμηλή φωνή που πρόφερε αυτή την φράση ήταν η φωνή του ανθρώπου που τον είχε κρατήσει φυλακισμένο τόσα χρόνια.

Κάποιοι μάρτυρες ανέφεραν ότι είχαν δει έναν άντρα που ταίριαζε στην περιγραφή του Κασπάρ, να πλένει τα χέρια του σε μια κοινόχρηστη βρύση, κοντά στο σπίτι του Daumer. Περίπου 4 μέρες μετά την επίθεση, ένας άντρας που επίσης ταίριαζε στην περιγραφή του Κασπάρ ρώτησε μια γυναίκα στο δρόμο εάν ήξερε ποιά ήταν η κατάσταση της υγείας του αγοριού. Λίγες ημέρες μετά την απόπειρα και λίγο μετά το θάνατο του Αρχιδούκα του Baden, ένας πλούσιος Άγγλος αριστοκράτης, ο Philip Henry, Λόρδος Stanhope, φίλος της οικογένειας του Baden, έφτασε στην πόλη της Νυρεμβέργης. Προσπάθησε να επισκεφθεί τον Κασπάρ, χωρίς αποτέλεσμα. Παράλληλα φαίνεται πως συγκέντρωνε ό,τι πληροφορίες μπορούσε.

Η είδηση για την απόπειρα δολοφονίας του Κασπάρ διαδόθηκε γρήγορα και δημιούργησε μεγάλη αναταραχή. Υπέθεσαν πώς επρόκειτο για μια απόπειρα δολοφονίας που είχε σχεδιαστεί από το Δούκα του Baden ο οποίος σύμφωνα με αυτούς, ήταν ο πραγματικός πατέρας του Κασπάρ. Αυτό σήμαινε πώς ο Κασπάρ δεν ήταν άλλος από τον νόμιμο διάδοχό του. Όμως, παρά τις έρευνες της αστυνομίας, δεν βρέθηκε ο δράστης της δολοφονικής απόπειρας κατά του Κασπάρ.

Το δημοτικό συμβούλιο εκτίμησε πως υπήρχε κίνδυνος για την ζωή του Κασπάρ και τον Ιανουάριο του 1830 τον μετέφερε από το σπίτι του Daumer, ο οποίος ήταν πλέον άρρωστος, στην φροντίδα ενός πλούσιου επιχειρηματία του κου Bieberbach. Δύο αστυνομικοί επιφορτίστηκαν με το καθήκον της προστασίας του. Έξι μήνες αργότερα μεταφέρθηκε ξανά, τιθέμενος υπό την κηδεμονία του Βαρόνου Von Tucher, ο οποίος πραγματικά προσπάθησε πάρα πολύ να αποκαταστήσει την ψυχική και σωματική υγεία του αγοριού.

Το Μάιο του 1831 επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Λόρδος Stanhope, ο οποίος άρχισε να επισκέπτεται τον Κάσπαρ τακτικά. Τον γέμισε δώρα, του επαναλάμβανε συνεχώς την πιθανότητα να προέρχεται από οικογένεια με βασιλικό αίμα και έδινε δημοσίως υποσχέσεις για το πώς θα έπαιρνε τον Κασπάρ στο σπίτι του στην Αγγλία. Όλα αυτά είχαν ώς αποτέλεσμα ο Κασπάρ να αποξενωθεί από τον Tucher και τους υπόλοιπους ανθρώπους της Νυρεμβέργης που πραγματικά ήθελαν να τον βοηθήσουν. Ο Stanhope ήταν πλέον ο καλύτερος φίλος του Κασπάρ. Έκανε επίσημη αίτηση στις αρχές της πόλης να οριστεί κηδεμόνας του αγοριού και το αίτημά του έγινε αποδεκτό. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι ο Stanhope στις πολυάριθμες επιστολές που έστελνε εκείνη την περίοδο στην οικογένειά του στην Αγγλία, δεν ανέφερε ούτε μία φορά το όνομα του Κασπάρ, του κύριου αντικειμένου της παρουσίας του στην Νυρεμβέργη.

Ο Stanhope γρήγορα εγκατέλειψε τον Κασπάρ στο σπίτι ενός φίλου του, του Δρ Meyer, στο Ansbach, μια πόλη περίπου 80 χιλιόμετρα από την Νυρεμβέργη. Ο Meyer ήταν άνθρωπος στενόμυαλος και συντηρητικός, ακόμα και για τα δεδομένα της εποχής και η ζωή του Κασπάρ κοντά του ήταν δυστυχισμένη και βασανιστική. Ο Meyer θα πει αργότερα, πως ολόκληρο τον Δεκέμβριο του 1832 ο Κασπάρ συμπεριφερόταν παράξενα.

Η γέννησή του είναι άγνωστη κι ο θάνατός του ένα μυστήριο.

Το απόγευμα της 14ης Δεκεμβρίου 1832 ο Κασπάρ είπε στον πνευματικό του πατέρα Fuhrmann, ότι επρόκειτο να συναντήσει κάποιον άγνωστο. Ο ίδιος ο Κασπάρ είπε αργότερα ότι κάποιος τον παρέσυρε σε ένα πάρκο λέγοντάς του ότι είχε πληροφορίες για την μητέρα του. Εκεί ο άγνωστος του επιτέθηκε ξαφνικά μαχαιρώνοντάς τον στα πλευρά και μετά εξαφανίστηκε. Το τραύμα είχε ως αποτέλεσμα να τρυπηθούν ο πνεύμονας και το συκώτι του νεαρού. Η αστυνομία όταν ερεύνησε το πάρκο βρήκε ένα μαύρο πορτοφόλι μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα σημείωμα με αντίστροφη γραφή «Ο Hauser μπορεί να σας δώσει την περιγραφή μου, από ποιόν ΧΡΟΝΟ ήρθα και ποιος είμαι. Αλλά για να τον απαλλάξω από τον κόπο θα σας τα πω μόνος μου. Είμαι από … κοντά  στα Βαυαρικά σύνορα και το όνομά μου είναι M L Ö.»

Η αστυνομία ανέκρινε τον Kaspar ρωτώντας τον πως, από την στιγμή που είχε ήδη γίνει μια απόπειρα κατά της ζωής του, πήγε μόνος του στο πάρκο για να συναντήσει τον άγνωστο. Ο Kaspar, ο οποίος δεν είχε αναγνωρίσει τον επίδοξο δολοφόνο του, είπε πως ένας εργάτης του έδωσε ένα μήνυμα σύμφωνα με το οποίο στο πάρκο θα τον περίμενε κάποιος άνθρωπος με πληροφορίες για την μητέρα του. Όταν έφτασε εκεί τον περίμενε ένας ψηλός άνδρας με μούσι που φορούσε έναν μαύρο μανδύα. Ο άγνωστος, αφού τον ρώτησε το όνομά του, του έδωσε το πορτοφόλι που βρέθηκε αργότερα από την αστυνομία και την ίδια στιγμή τον μαχαίρωσε. Καθώς ο Kaspar έπεφτε κάτω, ο άγνωστος του είπε το θαυμαστό (!!) «Οι πολλές γάτες είναι ο θάνατος του ποντικού» και κατόπιν «Κουρασμένος, πολύ κουρασμένος, έχω ακόμα πολύ μακρύ χρονοταξίδι».

Ο Kaspar τρεις ημέρες μετά την δολοφονική επίθεση εναντίον του, στις 17 Δεκεμβρίου πέθανε, σε ηλικία 19 ετών. Παρά το γεγονός πως ορίσθηκε μια μεγάλη αμοιβή για όποιον παρείχε στις αρχές πληροφορίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην σύλληψη του δολοφόνου, ποτέ δεν βρέθηκε τίποτα. Ο Meyer (ακολουθώντας τις διαταγές του) κι ως εχθρικός απέναντι στον Κασπάρ ξεκίνησε τις φήμες ότι ο θάνατός του ήταν αυτοκτονία (!!!) κι έστρεψε την προσοχή των ανθρώπων μακριά από την αλήθεια, πως ο Kaspar Hauser ήταν Χρονοταξιδιώτης κι ένας Χρονοφύλακας τον δολοφόνησε. Λέξεις απαγορευμένες ακόμη και σήμερα από τα ίδια ιερατεία, φαντάσου τότε.

Ο Λόρδος Stanhope, στο βιβλίο του (sic) που έγραψε τρία χρόνια αργότερα, ισχυριζόταν ψευδώς πώς επρόκειτο για μια κατά λάθος αυτοκτονία !! και πως ο Kaspar ήταν ένας απατεώνας που παγιδεύτηκε στον ρόλο του. Όμως ο Δρ Friedrich Wilhelm Heidenreich που έκανε την αυτοψία στο σώμα του Κασπάρ εκτίμησε πως βάσει του μεγέθους της πληγής, ήταν αδύνατο να την είχε προκαλέσει ο ίδιος ο Kaspar.

Είναι αξιοπερίεργο πως ο Stanhope έγραψε στον Kaspar ένα γράμμα από το Μόναχο, στις 16 και 17 Δεκεμβρίου, το οποίο ταχυδρόμησε στις 25, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε ήδη να ξέρει το τι είχε συμβεί και πως ο Kaspar ήταν ήδη νεκρός, καθώς οι τοπικές εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση στις 17, ενώ εκείνες του Μονάχου μετά τις 20 του Δεκέμβρη. Είναι άγνωστο θέμα ο ΧΡΟΝΟΣ ακόμη και σήμερα, κι έτσι τέτοια παράδοξα είναι αναμενόμενα.

Στις 26 Δεκεμβρίου ο Stanhope επισκέφτηκε τον πρίγκηπα Öttingen-Wallerstein, τον Βαυαρό Υπουργό Εσωτερικών, και προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να τον πείσει πως ο Kaspar ήταν απατεώνας. Επιπλέον, επισκέφτηκε ανθρώπους στην Νυρεμβέργη που είχαν εμπλακεί στην υπόθεση από τις πρώτες κιόλας ημέρες της εμφάνισης του Kaspar, και προσπάθησε να τους πείσει να αλλάξουν τις καταθέσεις τους λέγοντας πως ο Kaspar υποκρινόταν συνεχώς. Τέλος επισκέφτηκε μια σειρά δημοσίων προσώπων σε όλη την Ευρώπη προσπαθώντας να τους πείσει πως ο Kaspar ήταν ένας απατεώνας που αυτοκτόνησε. Είναι εύκολο για έναν απατεώνα όπως ο Stanhope να μιλάει για απατεωνιές.

«Mysterious origins and Mysterious death»

Ο Kaspar θάφτηκε σε ένα ήσυχο νεκροταφείο στην εξοχή «Ενθάδε κείται ο Kaspar Hauser, ένα αίνιγμα της εποχής του. Η γέννησή του ήταν άγνωστη, ο θάνατός του ένα μυστήριο».

Πρίγκιπας του Baden; Ναι, αλλά από ποιόν Χρόνο;

Επικεφαλής της έρευνας για την πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Κασπάρ ήταν ο Feuerbach. Αρχικά πολύ σκεπτικιστής απέναντι στις φήμες για βασιλική καταγωγή του Kaspar, ο Feuerbach αργότερα άλλαξε γνώμη και υποστήριξε πως ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Δούκα του Baden, γιός της Stéphanie de Beauharnais υιοθετημένης κόρης του Ναπολέοντα. Τα αποτελέσματα των ερευνών του τα παρουσίασε υπό την μορφή μιας επιστολής προς την Karoline, βασιλομήτορα της Βαυαρίας. Η Karoline δήλωσε «είναι η ομόφωνη άποψη πολλών ανθρώπων πως ο Kaspar Hauser ήταν ένας από τους γιούς του αδερφού μου». Ο Βασιλιάς Ludwig της Βαυαρίας σημείωσε στο ημερολόγιό του πως ο Hauser ήταν ο «νόμιμος Μεγάλος Δούκας του Baden». Το βιβλίο του Feuerbach για τον Kaspar που εκδόθηκε το 1832 προκάλεσε αίσθηση και οι εφημερίδες στην Ευρώπη αναφερόντουσαν στην ζωή του Kaspar Hauser και την καταγωγή του.

Στις 29 Μαίου 1832 ο Feuerbach πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 58 ετών καθώς ταξίδευε στην Φραγκφούρτη όπου θα συναντούσε τον Klüber για να συζητήσουν το θέμα της βασιλικής καταγωγής του Kaspar Hauser. Πριν πεθάνει πρόλαβε να πει πως είχε δηλητηριαστεί κατ’ εντολή του βασιλικού οίκου του Baden εξαιτίας της ενασχόλησης του με τον Kaspar Hauser. Ο εγγονός του Feuerbach αναφέρει πως τουλάχιστο τρία μέλη της οικογένειάς τους δηλητηριάστηκαν εξαιτίας της σχέσης τους με την υπόθεση Kaspar Hauser.

Σύμφωνα με την «πριγκιπική θεωρία» η Stéphanie de Beauharnais, σύζυγος του Μεγάλου Δούκα Karl του Baden γέννησε το 1812 έναν γιο ο οποίος ήταν ο νόμιμος διάδοχος του τίτλου, όμως πέθανε λίγο μετά την γέννα. Ο γιός αυτός ήταν ο Kaspar Hauser. Η Stéphanie γέννησε ακόμα έναν γιο το 1816 ο οποίος επίσης πέθανε. Έκανε επίσης τρεις κόρες οι οποίες έζησαν. Ο Karl πέθανε το 1818 δολοφονήθηκε, αφού όμως πρόλαβε να πει πως αυτός και οι γιοί του είχαν δηλητηριαστεί. Η κόμισσα του Hochberg, δευτερη σύζυγος του πατέρα του Karl ήταν εκείνη που ωφελήθηκε άμεσα από τους θανάτους, καθώς προσπάθησε να φέρει στον θρόνο τον γιο της Leopold, κάτι που τελικά έγινε το 1830. Κατάφερε να αντικαταστήσει τον πρώτο πρίγκιπα με το ετοιμοθάνατο παιδί μιας χωρικής. Στην συνέχεια ο Kaspar Hauser δόθηκε σε κάποιον ταγματάρχη Hennenhofer ο οποίος παρέδωσε το παιδί στην φροντίδα ενός παλιού στρατιώτη, κι ο Hennenhofer όταν ρωτήθηκε σχετικά, παραδέχθηκε την συμμετοχή του στην δολοπλοκία.

Ο Kaspar κρατήθηκε υπό περιορισμό σε τρώγλη για περίπου 12 χρόνια. Υποτίθεται πως έπρεπε να είχε δολοφονηθεί, όμως αυτός που είχε αναλάβει την ευθύνη της θανάτωσής του δεν το έπραξε, πιθανόν αποσκοπώντας σε ένα μελλοντικό εκβιασμό των εντολέων του, ή ακόμα κι από συμπόνια προς το παιδί. Αργότερα επέλεξε να φέρει τον Κασπάρ στην Νυρεμβέργη και να τον εγκαταλείψει εκεί θεωρώντας πως είτε θα καταλήξει σε κάποιο ψυχιατρείο, είτε θα χαθεί στις τάξεις των ανώνυμων στρατιωτών.

Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που στηρίζουν την «πριγκιπική θεωρία», όπως οι απόπειρες και τελικά η δολοφονία του Kaspar, η εμπλοκή και η στάση του Stanhope και οι προσπάθειες της οικογένειας Baden να υποβαθμίσουν και να εκτρέψουν την υπόθεση. Δυστυχώς όταν πέθανε ο Hennenhofer όλο το προσωπικό του αρχείο καταστράφηκε και έκλεισε, πολύ βολικά, αυτή η διερεύνηση της υπόθεσης.

Είναι αλήθεια πως η «πριγκιπική θεωρία» φαντάζει αρκετά συνωμοσιολογική για να εξάπτει το ενδιαφέρον και ταυτοχρόνως κρατά εν υπνώσει, τις όποιες, σκέψεις για Χρονοταξιδιώτες και Χρονοδολοφόνους κι επιπλέον «εξηγεί» (γιατί γνωρίζουν πως όπου υπάρχει κενό, η φύση θα το γεμίσει γιατί απεχθάνεται τα κενά) με ένα λογικοφανές αφήγημα ότι η δολοφονία του Kaspar ήταν όντως δολοφονία και όχι μια «κατά λάθος αυτοκτονία ενός απατεώνα» που τόσο φρενιασμένα και παραληρηματικά ο Λόρδος Stanhope κι ο Meyer προσπάθησαν να επιβάλλουν με την προπαγανδιστική υποστήριξη (αλίμονο) ξεπουλημένων φυλλάδων.

terrapapers.com / Image by Lothar Dieterich from Pixabay